...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

28 Οκτωβρίου 2015

Πραγματικότητα..


Μελίρρυτες φωτοχυσίες κι όταν
ο ουρανός είναι πια ευανάγνωστος,
λόγια πίσω απ' την αυλή, κουβέντες
που ο άνεμος παίρνει και τις σκορπίζει ολόγυρα,
καπνός θυσίας, η Ιφιγένεια δεν είναι εκεί, σαλπάραν
πάντως τα καράβια,
ποιος θα νικήσει πίσω απ' όλους τους πολέμους, ποια μηχανή
θα σταθεί στο ύψος της και θα φέρει μια νίκη; Όσα
συμπάθησα εξανεμίζονται και μένουν δακρύβρεχτα ενώ
τ' άλλα που μήγαρις ξέρω σαπίζουν
κάτω από το βάρος μιας πραγματικότητας που είναι
σκυθρωπή και ελάχιστα αλλάζει..


26 Οκτωβρίου 2015

Μια ρίμα του πελάγου…


Για μια ιδέα γιασεμί η νύχτα γανώνεται και λάμπει όπως
Αρραβωνιαστικιά του φεγγαριού.
Στον καθρέφτη μέσα εικόνες φευγαλέες και πίσω από τα είδωλα
Η ιστορία επαναλαμβάνεται κωφεύοντας για τον πόνο του πλήθους.
Στα βαθιά μόνο της θάλασσας ένας ψαράς αλλιώς ψαρεύει και παρακαλεί τον ουρανό
Για μία ρίμα αυθεντική ολόχρυση μια ρίμα του πελάγου..

21 Οκτωβρίου 2015

Απόηχος της παραλίας και της πρωτεύουσας…


Σκεβρωμένα ξύλα, μπαταρισμένες αντένες
μες τα ρηχά νερά, ο αέρας παίζει
με τις μνήμες, η θάλασσα παραμένει μία και εύγλωττη, 
κινείται επί σκοπόν και αποδεκατίζει
τις θλιμμένες ταξιαρχίες των εντόμων που βάλλουν
κατά πάνω στην επιδερμίδα και την ησυχία την άφθονη.
Του καλοκαιριού η ταχύτητα φέρνει ροές των λέξεων δρεπανηφόρες και μικρή συντέλεια των αποφάσεων-
Σκούντησα τον ακαμουφλάριστο δυόσμο,
όπως τον πότιζα,
ως το ρουθούνι μου εχώθηκε η φωνή του!
Στον δρόμο περνούσαν τα αυτοκίνητα:
βιαστικές ταχύτητες και φλας κουρασμένα.
Οι βεβαιότητες έσκυψαν ως το τρεμουλιαστό νερό και έγιναν
μια λάμψη τιποτένια.
Του Αυγούστου το μυθιστόρημα γράφεται, εκ νέου, από κάτι αλλοδαπούς που θέλουνε να ζήσουν με μια άποψη, καθ' όλα, δανεική..

Ταξινόμηση…


Όλα ανήκουν στις σκιές και στην θάλασσα: τα παλιά μπαούλα
που άνοιξα και φανερώθηκε, από τα πλεκτά της η γιαγιά μου, οι τροχοί
των αυτοκινήτων που περίμεναν υπομονετικά να με απάγουν αλλού κι αμετάκλητα, οι σκέψεις μου
ατέλειωτες σαν μια καρποφορία που την έβλαψε η παγωνιά και το χαλάζι-
σιωπούν όλα και όμως
όλα έχουν φωνή, μέσα μου, παραπλέουν και ευγενικά,
αναγκάζοντάς με να προχωρήσω, να σταθώ
σε μια νέα σελίδα.
Και η ζωή, όπως την πήρα και όπως την είπα,
γελαστή ή θλιμμένη, η ζωή
με τις δυσκολίες της, που μ' άφησε να την γευτώ και να μην
την γευτώ, μαθαίνοντάς με
μυστικά της αντίφασης, η ζωή
έρχεται μες το ποίημα μου, αληθινός μπελάς, η ζωή
υποβάλει αλήθειες και αταξινόμητα όνειρα.
Έτσι βρίσκω τον δρόμο μου, τον τρόπο μου, την πραγματική σημασία
των μη φανερών:
Αυτών που ξέρω να με οδηγάνε
κατά την σκοτεινή μεγάλη νύχτα των αφηγήσεων, αυτών
που θα με φέρουν μπροστά
στην λυπητερή τελετή να ακουστούν χαμηλόφωνα άσματα και ένας ψίθυρος από τα λόγια που σε συνοδεύουν απ' το φως
στο μαύρο φως του αγαστού θανάτου..

Πρωινό άνθος…


Κρέμεται ένα λουλούδι αμβρόσιο
Το ζεύω στο άρμα μιας νίκης
Αφηνιασμένο άρωμα της Ομορφιάς
Πρωινό κρατά την σημαία ψηλά, ο ήλιος θάρρητα έχει
Μπατάρει τις ψαρόβαρκες, κυκλώνει τον πλατύ ελαιώνα
Των πουλιών οι λαίλαπες κινούν για της χαράς τα λιβάδια
Εμμένουν σε πυρ παραδείσιο, εμμένουν
Σε μουσική αυθόρμητων καημών
Αχ αναστενάζει η γοργόνα κι αχ
Αναστενάζει ο κάβουρας
Ο έρωτας τρυπά τα αυτιά των μελισσών και να δεις ωδικά σκουλαρίκια!

Ταλάντευση…


Φέρε το φεγγάρι στα μέτρα σου και σχημάτισε μιαν απόχη ακλόνητη, μια μοίρα
των άλλων-
Η φωτιά πέφτει πάνω στις κεφαλές των ψαριών και αυτά ωραία ασημίζουνε, κόβοντας
το νηφάλιο νερό με τα ξαφνικά ουραία πτερύγιά τους·
Η βάρκα πλέει
σαν ένας στοχασμός γλυκός-
Κι ο ουρανός εγκαθιδρύει μυστηριακά νεφελώματα, σελίδες
μαγικές όπου ένας θεός και παίζει και δεν παίζει..

Αέναος επιστροφή…


Επιστρέφω εκεί όπου ποτέ δεν υπήρξα-
πάντα υπήρξα παθιασμένος μ' αυτό το "ποτέ"
κρέμασα φεγγάρια στην κρεβατή μου, κρέμασα άστρα
και κάτι πήρα από της μάνας μου την λεοντή, να κοίτα:
αυτήν την καλογερίστικη διάθεση, μόνος σέρνω
το σιγανό τραγούδι μου και μ' ακούει μοναχά ο ουρανός.. Εδώ
που η φωλιά των πουλιών, λες κι έπεσε μες τα χέρια μου και την υπερασπίζομαι
διαβασμένος να ακούω ρήματα θάλασσας και τελεσίδικες αποφάσεις
λουλουδιών… Εδώ
που η μιλιά μου είναι ένα τρυπάνι που
τρυπανίζει τον ορίζοντα- κλείνοντας
τις εκκρεμότητες με του Θεού την γνώμη και της φύσης τον κουρασμένο πια λόγο. Κρατώ
από του παππού μου τις αγιότητες και λίγο
από το δωρικό συννεφάκι που με γαλούχησε και πλέον εχάθη'…

Κάλαμος 21.8.2015


Είναι το τυχερό μου σκηνικό: αέρας
να ερωτευτεί τον αέρα και μια ωραία θάλασσα
να αγκαλιάσει με έρωτα το κορμί μου, σήμερα
που του Αυγούστου ξεθύμανε η ζέστα και η πυκνή
ατμόσφαιρα άφησε τα διαφανή πουλιά της να αναρριχηθούν
ως τον ουρανό που ζαλίζεται
από των νεφών τις ταχύτητες.
Κολύμπησα
μένοντας ευχαριστημένος από το νερό, από την αισιοδοξία του, από
την αέναη καθαρότητα να του μιλείς και να σ' ακούει,
όπως ενός θεού τ' αυτί, ενώ, μετά,
φάγαμε με τους φίλους στο παλιό σπίτι
χρισμένο ανάμεσα στα πεύκα και τις πικροδάφνες, γελώντας
και επιμένοντας στην παιδικότητα που μας ανήκει
ακόμα κι αν βασανισμένα μεγαλώσαμε.
Έκλεισε σαν μια προσευχή και τούτη η Παρασκευή.
Έμεινε έφηβη ωστόσο, κι αν δεν ήταν.
Την κράτησα στιλπνή μες την ψυχή μου αφήνοντας το χρώμα της να ανήκει σε αυτόν τον χρόνο που με πολεμά
και ούτε του ξεφεύγω ούτε μου ξεφεύγει..

16 Οκτωβρίου 2015

Όλα είναι ποίημα μέσα μου, όλα φωτίζουν


Ήρθα εδώ από ένα όνειρο εφηβείας, ήρθα
και δεν έχω τίποτα από το παρελθόν να περισώσω..
Το φως ξεχύνεται επάνω στα χτισμένα σαν τ’ αγριοκάτσικα σπίτια
που σκαρφαλώνουν στον άγριο βράχο- ήρθα εδώ
που δεν είναι να ξέρω και κάτι που να έχει αξία- ήρθα
και είμαι με ένα φορτίο λέξεων βραχύβιων ο εντεταλμένος
να ξέρω πόσο κοστίζει πραγματικά στον καθένα μας η θλιβερή μοναξιά.

Ο αέρας είναι ζεστός, η πόλη κοιμάται·
με τον εγωισμό μου περιφέρομαι ανάμεσα στους άδειους της δρόμους:
ανήμπορος να ευτυχήσω με κάτι.

Είναι μια σκευωρία των ιδεών πρώτα να κάνουν πως σου παραδίνονται
και μετά να αυτοκτονούν, όπως οι καμικάζι
εκείνων των «άλλων θρησκειών» πασίχαρες
και αποφασισμένες μέσα στο μυαλό σου.
Δεν έχω αποκρυπτογραφήσει, όπως θέλω, το σινιάλο τους!

Σαν φάροι που αναβοσβήνουν μες την νύχτα.
Όλα είναι ποίημα μέσα μου, όλα φωτίζουν
στα μαύρα σκότη που υφίσταμαι-

είμαι επίμονα φωταγωγημένος
ηλιόδοξος
με λογική που ανθίζει
αθάνατη!

15 Οκτωβρίου 2015

Έρωτας κάπου εκεί..


Κεντήθηκε η καρδιά μου κι έβγαλε αίμα.
Την ώρα που βασίλευε κι ένα κορίτσι που αγαπούσα 
πρέσβευε μακριά
μια Γνώμη Ποίηση θάλασσα.
Είχα αφήσει τις λέξεις μου εκεί
που ο ορίζοντας φλέγεται.
Μα η μελαγχολία του βραδιού,
τρυπούσε τον ιστό και μου διέφευγαν τα σύνολα
μίας κανονικής χαράς.
Σαν άνθρωπος τι δικαιούσαι; Αφού
Και το να αγαπάς απέκτησε πια δηλητήριο
και που τ' ομολογείς,
εσένα φαρμακώνει…
Έρωτας κάπου εκεί, απύθμενο λεξιλόγιο
που διδαχές αφήνει να τον μάθεις να τον κερδίσεις..

Το σύμφωνο της τραγωδίας…


Η στεναχώρια κατευθύνει την ημέρα μου εις όλεθρον…
Βλέπω μια θλίψη στα μάτια σου, αυτό
το κακοδαίμον μικρόβιο της μελαγχολίας
μολύνει τον χώρο σου και σε καταποντίζει
σε μια συναισθηματική φυλακή
από εκείνες που δεν έχουν αντικλείδια.
Βαραίνουν όλα γύρω σου. Οι σκιές
μεγεθύνονται
σαν λύκαινας απειλές και
ένας καπνός ντουμανιάζει τα πάντα ως να χαθούν
στο αποφασιστικό σύμφωνο της τραγωδίας.
Εκεί αρχίζει το ποίημα.
Ακριβές.
Όπως να βρέχεται από των δακρύων την υγρασία και
να νοτίζει την ατμόσφαιρα με τον πόνο που έχεις και
τον πόνο που έχω..

13 Οκτωβρίου 2015

Νυκτός και άλλα…


Ανάσκελη η νύχτα χασμουριέται κλέβοντας το όνειρο της οικουμένης.
Των αστεριών η βαρύτητα βαρά ένα ταμπούρλο διεγερτικό.
Άχρονε χρόνε πού με πας και να σου σκλαβωθώ άλλο δεν θέλω;
Συντονίσου μοίρα με το κρυφό σχέδιο της υπεροψίας τ' ουρανού- συντονίσου.
Θα ακούσουμε να μιλούν φεγγάρια κάτω απ' την μαρκίζα των ανέμων.
Ο θάνατος θα είναι άξια επωδός.

12 Οκτωβρίου 2015

Νύχτιο δράμα…


Βουλιαγμένα και σιωπηλά
Τα ανθάκια της πικροδάφνης μπάζουν την νύχτα στο παιχνίδι- τα κοιτώ
Και κλέβω την ροζαλί απόχρωσή τους
Την διοχετεύω
μες τις αγωνίες της νυχτερίδας
Που χορεύει άτσαλα στα χαμηλά και
Δίνει την αποκρουστική θεωρία της
Στην ησυχία του βραδιού.
Συμφωνώ με την πραγματογνωμοσύνη του ουρανού
Που φωτογραφίζει τα αυτοκίνητα των τρακαρισμένων άστρων και δίνει το δυνατό φλας της
Στις ενοριακές γειτονιές
Επαγγέλλομαι έναν οραματιστή που λαθεύει και του είναι τούτο γνωστό·
Όμως δεν δίνω σημασία στον θρεμμένο εγωισμό μου,
Πια· προφυλάσσω την ενάργεια του μεσονυχτίου από το αδίσταχτο απόψε φεγγάρι
Που ζητά το μισό του, έως μια ώρα να συμπληρωθεί
Το άρτιο φωνήεν της μελαγχολίας..

11 Οκτωβρίου 2015

Βροχή της θαλάσσης…


Κάθε σταγόνα διάλεξε τον τάφο του νερού να καταφύγει
και να ενωθεί με το άσπονδό της σώμα,
εκεί 
στα βαθιά
ντυμένη ίματζ φαντασμαγορίας και
παρφουμαρισμένη ντόπιο άρωμα της Κυριακής-
ιαχές θριάμβου την κέρδισαν καθώς
έπεφτε στα γαλάζια βάθη
σμίγοντας την διάφανή της ύλη
με τον επουράνιο καημό
όλα ωραία να τραγουδηθούνε
στο νυν των άσωστων νερών,
στο ντέρτι του πελάγου..

Ο σάλος των κατατρεγμένων…


Ασφυκτιούν φωτεινά λόγια μέσα σ' ένα σκοτεινό στόμα κι είναι το στόμα σου
Κοινωνία παρακμασμένη.
Βλέπω τον πόνο των μανάδων, την ειμαρμένη του κατατρεγμού, την απόγνωση των παρακείμενων της θλίψης.
Δεν φτάνει η φωνή μου ως το σύμπαν των κυνηγημένων-
Οι βόμβες τρυπούν το κεφάλι μου·
Τόσο άπονος πια ο αιώνας;
Διδάξου πονεμένε απ' το φως που κρατά η καρδιά σου
Και θέλει να κάνει μια ωραία ρωγμή
Για να βγει στην επιφάνεια της χαράς, σαν
θαλερό μυστήριο που οικουμενικά φωνάζει…

Φιλοπατρία…


Καθετί που εξέχει απ' την παραδοχή είναι κοφτερό.
Το καταλαβαίνεις γιατί δεν χωρά στο μυαλό σου, δεν χωρά
στην σιωπή ούτε στην ομιλία, δεν χωρά
Στις λέξεις, στα εκκλησιαστικά μυστήρια, στον μυστήριο τρόπο
Που αιώνες αυτά τελούνται και (παράξενο!)
Οι ιερουργοί τους χρηματίζονται κατά κόρον, παραμένοντας
Πρόσωπα που σκηνοθετούν πάντα την κόλαση.
Στο πρωινό έσταξε μια υγρή σκέψη θεού.
Ένα ψιχάλισμα στίλβωσε τα φυλλώματα, ο αέρας γκαστρώθηκε
Από σπέρμα μελαγχολίας κι ερημιά.
Σε έψαξα παντού αλλά σε βρήκα μόνο στην καρδιά μου. Περπατούσες
Ασθμαίνοντας μέσα στην φθινοπωρινή μέρα, κουρασμένη
από μία φιλοπατρία που τζάμπα ξοδεύεται
Και τζάμπα, μάλλον, συνεχώς μας κυνηγά..

ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ.



Αποπού κατάγονται αυτές οι πασχαλιές σαν φρούτα
Του ώριμου αρώματος που πάνε
Γυμνά μέσα στον κάθε αέρα;

Σπαθίζουν με μοβ ρομφαίες, είναι
Παλάτια εντόμων.
Στην ηλιόλουστη άνοιξη είναι τα αγγελάκια της ανθοφορίας·
Ξεσπούν 
Τα ζωηρά τους κλάματα
Μέσα στον τυχερό Απρίλη!

Μεθυστικά μου χρώματα πόσες φορές δεν ζήλεψα να ήμουνα ζωγράφος
Γιατί με λέξεις δεν κατόρθωσα ποτέ μου δίκαια να σας πω!

Θεά ημέρα!
Που πνίγηκαν οι σκέψεις σου μέσα στα αφρισμένα κύματα-
Ήρθαν οι Αφροδίτες σου να με συναπαντήσουν
Ανάμεσα στο σιγανό ψιχάλισμα που οι λέξεις έγραφαν
Τις μελωδίες των ουρανών!

Έτσι περνώντας απ’ τα λεξιλόγια ίδια είναι 
Τα ποιήματα που αποκόμισα διαβάζοντας
Λουλούδια κι άστρα-

Και των φωτεινών μυστικών της ψυχής 
Του ανθρώπου το ανάγνωσμα!

10.5.2008

Μελαχρινή σαν το κοχύλι που ‘βαλα στ’ αυτί για να ακούσω θάλασσα


Μελαχρινή σαν το κοχύλι που ‘βαλα στ’ αυτί για να ακούσω θάλασσα
Σαν το τσαμπί του μαύρου σταφυλιού
Που χοχλάζει βαθιά του του θέρους το σφρίγος,
Είναι μου!

Θέλω να σε πω με αρώματα

Με γεράνια, με ορτανσίες
Τις γαρυφαλλιές να βάλω να σε απαγγείλουνε:
«Σοφία!»

Άκου με λοιπόν, είμαι ο άνεμος

Είμαι το σιγανό ψιχάλισμα
Κι αν μ’ αρνηθείς γυρίζω πάλι πίσω τον καιρό
Και κείνο που ‘θελες κοντά σου τ’ οδηγώ κοντά σου

Γιατί ποθώ να συντριβώ στις συμπληγάδες των χειλιών σου!


27.10.1981

10 Οκτωβρίου 2015

Πειρασμός της γεύσης..




Πειρασμέ των πειρασμών, δαγκωνιάρη σκύλε
ακολούθα με.
                        Στέψου το πάθος μου και δώσμου
την ηδονή
της γεύσης, δάγκωσέ με, γλύψε με, τόκισε
την ευχαρίστησή μου επί
τον ουρανίσκο μου που αδημονεί να ζήσει
τις ανάλαφρες ανταύγειες της δροσιάς και
της γλύκας- πλειοδότησε
στην αδυναμία μου να ενδίδω
άοπλος σε οπλισμένες απολαύσεις
μυστηριακά ρουφώντας σιρόπι της έμπνευσης..


ΤΟΠΙΟ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ..


Καλά λοιπόν η μοναξιά..
Όμως να πνεύσει ένας άνεμος εφηβικός και να με πάει ίσαμε 
αυτή την δύση στον ορίζοντα στο βάθος του που καίγεται
Τι καλά!

Τόχα μαντέψει το γραφτό μου κει στους ουρανούς.
Είχα πει να δώσω μοίρα ο ίδιος για τον εαυτό μου.
τί φρένιαζε το αγρίμι του αίματος..
Στην άλλη γειτονιά που είχα κατοικήσει και εγώ για έναν καιρό
Τώρα προβάλανε στο παραθύρι τα κορίτσια.
Στο μελαγχολικό τους πρόσωπο
Παιζογελούσαν οι ειρωνείες.
Με το στανιό τους έπαιρνες κουβέντα.
Όπως:

«Η ελπίδα χέρι που δεν ωφελεί κι αν το ‘χεις
Αλλά δεν τήνε λέω ακατοίκητη την μοναξιά,
Υπάρχει μια αντήχηση του πόνου σου μέσα στις φλέβες του άλλου..»

Φυσούσε αεράκι ανοιξιάτικο.
Στις σελίδες του βιβλίου που μπροστά μου διάβαζα σκουντουφλούσε. Αν
Θα κοιτούσα από το τζάμι,
Βρωμισμένο από τα μυγοφτύματα,
Μακριά κ’ αψηλά περνούσε
Με τον καπετάνιο του που παραλόγισε
Το συννεφένιο καράβι..
Φορτία νοσταλγίες και τα νερά στο κόψιμο της πλώρης
Να παφλάζουνε ευτυχισμένα.
«Άγγελος δεξιά..» η φωνή του ναύτη ….όμως
Στην γη 
Δύσκολα που υπάρχουμε!
Με τον φόβο ολοένα μεγαλώνοντας
Τον άλλο φόβο… 
Και το χέρι μας άτολμο
Να μην έχουμε κιόλας καταλάβει
Πως με μια τόλμη της ψυχής νικιώνται όλα:
Σαν σπαθί ο γόρδιος που θα κοπεί για το ανάστα μας..

Ροδαλά ή μολυβένια ή μαύρα
Μπόρεσα μια στιγμή να δω τα κάστρα τ’ ουρανού
-Μες από μία ύπνωση ίσως..
Κι η φαντασία μου που λευτερώνονταν σε μεριές κι ακίνητη..
Να γυαλοκοπά πάνω τους το φεγγάρι,
Φοβίζοντας την πράξη που ‘ναι της κακίας ορμήνια.

Κι όταν
Είχε κλώσει για καλά η μέρα πλάι στην πικροδάφνη ή στα νυσταγμένα νυχτολούλουδα
Αγγέλους πολλούς γύρω από κάποιον με φλογέρα
Που αρμένιζε νότες μελαγχολίας ή αγάπης γύρω του..
Η ίδια ερημιά που φοβόμαστε οι άνθρωποι!

26.10.1981

9 Οκτωβρίου 2015

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ..

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ..
Δ.
Σαν μια νεροσταγόνα που θα πέσει και δεν θ ακουστεί
παρά στην χώρα των ερωτευμένων…
Μα εγώ σε φίλησα…
Και καρφώθηκε ρόδο το βέλος μες την γύρω ερημιά-
τσιρίξανε
όλα τα φωνήεντα-
ξύπνησαν ξαφνικά πουλιά- κι εγώ σε είχα
μέσα στα χέρια μου, εκεί- νεράιδα αποκάλυψης!
Μου απαγγέλεις το φως μ’ ένα “αχ” που το έχει ο έρωτας·
χτυπούν χαρμόσυνες νότες στις φλέβες·
γέρνεις μέσα στην νύχτα μου αλλά δεν φεύγεις·
κρύβεσαι πίσω από δέντρα, καλύπτεσαι
με σκοτάδι κι ερημιά, με νερά ένδοξα που κυλάνε·
τρέμεις
μέσα στο λίγο φως και γίνεσαι
νεράιδα καθαρογραμμένη
που μιλάει με φεγγαρίσιο, άσπιλο
καθάριο
αινιγματικό φως!
Άφησε πάνω μου το αποτύπωμα σου, τον βαθύ
τύπο των ήλων,
το σημάδι
πως κι εγώ σου ανήκω –
κι έλα
να γράψουμε τραγούδια του έρωτα
με μουσικές του κορμιού!
Λίγα λόγια μέσα στον καθόλου άνεμο-
κι απ’ την άλλη εσύ..
Είσαι εδώ σπαθίζοντας μέσα στην ανεξάντλητη ημέρα
γυμνή
μ’ ένα μυστήριο χεριών που αναρριχώνται πάνω
σ’ ένα κορμί που σπαρταρά από πόθο..
Δ.
Σαν μια νεροσταγόνα που θα πέσει και δεν θ ακουστεί
παρά στην χώρα των ερωτευμένων…
Μα εγώ σε φίλησα…
Και καρφώθηκε ρόδο το βέλος μες την γύρω ερημιά-
τσιρίξανε
όλα τα φωνήεντα-
ξύπνησαν ξαφνικά πουλιά- κι εγώ σε είχα
μέσα στα χέρια μου, εκεί- νεράιδα αποκάλυψης!
Μου απαγγέλεις το φως μ’ ένα “αχ” που το έχει ο έρωτας·
χτυπούν χαρμόσυνες νότες στις φλέβες·
γέρνεις μέσα στην νύχτα μου αλλά δεν φεύγεις·
κρύβεσαι πίσω από δέντρα, καλύπτεσαι
με σκοτάδι κι ερημιά, με νερά ένδοξα που κυλάνε·
τρέμεις
μέσα στο λίγο φως και γίνεσαι
νεράιδα καθαρογραμμένη
που μιλάει με φεγγαρίσιο, άσπιλο
καθάριο
αινιγματικό φως!
Άφησε πάνω μου το αποτύπωμα σου, τον βαθύ
τύπο των ήλων,
το σημάδι
πως κι εγώ σου ανήκω –
κι έλα
να γράψουμε τραγούδια του έρωτα
με μουσικές του κορμιού!
Λίγα λόγια μέσα στον καθόλου άνεμο-
κι απ’ την άλλη εσύ..
Είσαι εδώ σπαθίζοντας μέσα στην ανεξάντλητη ημέρα
γυμνή
μ’ ένα μυστήριο χεριών που αναρριχώνται πάνω
σ’ ένα κορμί που σπαρταρά από πόθο..
Α.
Μέσα στην ερωτική νύχτα το φεγγάρι ακολουθεί πορείες της επιθυμίας.
Εσύ ζεις και έρχεσαι από τις σιωπές των άστρων-
πιο καθαρογραμμένη κι από οπτασία.
Σε σκλαβώνουν τα χέρια μου που σε κρατώ
περισσότερο πια μέσα στον νου μου, άυλη, εξωπραγματική,
στεφανωμένη
με το φεγγαρίσιο φως που επάνω
στο άσπρο σου κορμί ζει και περισσεύει.
Νεράιδα των αρχαίων δασών, επισκέπτρια
της λίμνης των κύκνων:
Σε βρήκα ψάχνοντας μέσα στο τίποτα που συλλαβίζουμε..
Δεν θα σ’ αφήσω να μου φύγεις
ούτε πουθενά να μου πας που δεν το ορίζω.
Μόνο σε χώρα ονείρου ξέρω ότι κατοικείς-
ένας αέρας πια αναστατώνει τα μαλλιά σου-
όπως βαθιά υποταγμένη στο γινάτι μου ανοίγεις
το ποίημα του έρωτα να απαγγείλεις.
Θα σε κρατήσω απόλυτη σαν αίνιγμα
μισή μέσα σ’ αυτήν μου την ζωή, μισή απ’ έξω
να περιφέρεσαι στο αόρατο σπιτάκι των πουλιών
σαν ρίμα που δικαίωσε ο χρόνος.
Και θα γίνω
σφιχτή αγκαλιά που δεν ανοίγει,
τρόπος
να μην μου φύγεις ποτέ-
για να σε ανεβάσω στα ψηλά των σύννεφων
εκεί που κατοικούν οι άγγελοι της μοίρας.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ..
Β.
Να σε έχω με τον τρόπο που έχουν οι θύελλες
να εξουσιάζουν.
Να μου φεύγεις σχεδόν όταν να σε αγγίξω
κατορθώνω.
Να αλλιώς μου μιλάς.
Στα μάτια σου αδιάβαστο ακόμη το φως, αδιάβαστος
ο πόθος, η κάψα
που θα συντρίψει την περαστική μου ώρα
που θα ανοίξει άλλον διάλογο με τα πουλιά, που θα κρεμάσει
σκουλαρίκι το τραγούδι των πουλιών επάνω στα αυτιά των δέντρων.
Δεν σε ήξερα, δεν
σε φανταζόμουνα-
έτσι όπως μου αποκαλύφτηκες: θεά
άλλων αιώνων.
Και τώρα
στρέφω το βέλος ο ίδιος στην καρδιά μου -
ξέροντας ότι θα πληγωθώ, ότι θ’ αγγίξω
όλο το σώμα του πόνου, την ανάσα που κόβεται, θα νιώσω
τον παλμό της ερωτικής αποκάλυψης.
Σε κάνουνε μοίρα μου οι νύχτες.
Σε κάνουνε μοίρα μου οι μέρες.
Σε μοιράζομαι με εκείνο που δεν φτάνω
ούτε με τον νου, ούτε με την φαντασία. Σε φιλώ
όπως ο αέρας την γη φιλά που του είναι
φιλόστοργη μάνα.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ..
Τα λόγια σου είναι η θλίψη μου, είναι η μελαγχολία του πικραμένου μου λόγου.
Τα φέρνεις κοντά μου όπως ο λίγος αέρας τα φέρνει, τα πυροδοτείς, τα γεμίζεις
μπαρούτι των άστρων και μέσα στην νύχτα μου σκάζουν
σαν όμορφα βεγγαλικά που με κάνουν να απορώ
πώς δεν τελειώνει ποτέ αυτή η ώριμη νύχτα..
ΚΣΤ΄.
Δος μου ένα φως αγνό που να εξηγεί τον μύθο
κάθε λουλουδιού μέσα στην μέρα..
Αφιέρωσέ μου του λευκού γιασεμιού το χρώμα, την υπεροψία των πουλιών
Τον άνεμο που καταφέρνει να πυρπολεί την καρδιά των λευκών σελίδων μου.
Άφησε το ψηφίο ένα να γίνεται ψηφία πολλά, να γράψει
σ’ αυτόν τον ψηφιδωτό χρόνο μια ιστορία επική
του ανθρώπου.
Άσε με
να ελπίζω πως θα μου γίνουν οικεία όλα
τ’ απόκρυφα βιβλία της αστερόεσσας θάλασσας.
ΚΕ΄.
Για το χατίρι σου
ανάβουν ομοιοκατάληκτα τριαντάφυλλα, τα πρωινά ενστερνίζονται άνεμο, οι γούρνες
συλλαβίζουν νερά που κυλάνε.
Για τα χατίρι σου
το τοπίο γράφεται πράσινο, οι χρόνοι καταρρέουν, τα φυτά
εξάπτονται και η μέρα
προχωρά αέναα γαλάζια ή πιο γλαυκή
στην άκρη που την τρώει λίγο λίγο ο ορίζοντας..
Για το χατίρι σου
πεισμώνω και γίνομαι άγρυπνο αγρίμι που δαγκώνει..
Για το χατίρι σου
οι περιουσίες μου είναι
στάχτη στην στάχτη που απώλεσα
όλο το βιός μου μέσα στων ματιών σου την λαχτάρα..
ΚΔ΄.
Τα επίθετα σφυρίζουν πίσω από τις αντωνυμίες:
εγώ που σ’ αγαπάω – εσύ
που είσαι μια νεράιδα που την έχει η βροχή καμάρι.
Η γραμματική μου ακυρώνει τον χρόνο..
Δεν σε φοβάμαι
όπως αγκυλώνεις το σώμα μου, καυτά να τρέξουν δάκρυα,
σαν το ρετσίνι σ’ έναν δέντρου κορμό.
Και με τα τόσα πνεύματα που καταργήθηκαν για να επιβιώσουν
μέσα σε ένα άλλο παρελθόν
φτιάχνω μία τριήρη, ένα κοίλο καταφύγιο
να πλεύσω αλλού.
Τα επίθετα σφυρίζουν πίσω από τις αντωνυμίες:
Εγώ, ο απλός θεατής του όμορφου κόσμου
κρατώντας μες τα χέρια μου ένα φως που σταλάζει
και πάνω στην σελίδα μου με μουσική
αόρατη γράφεται…
ΚΓ΄.
Τα λόγια μου στα λόγια σου
φέρνουν ένα πιο δύσκολο πυκνό συμπέρασμα, μια ποιητική συνουσία
που καταλαβαίνουν μόνο οι εξάρσεις των θρασεμένων λουλουδιών
που βροντάνε
άρματα πέταλα
θέλοντας να κατακυριεύσουν την μέρα.
Τα λόγια σου
είναι σαν ανεμώνες θαλάσσιες, εκεί, στα ρηχά
που εξοκείλει ο πια σαραβαλιασμένος μύθος
του καλοκαιριού.
Τα λόγια σου
σαν ρόγα σταφυλιού σφιχτή και άτρωτη
που την θέλουν πουλιά και με στήθος παρθένας μου μοιάζει
καθώς την παίζει ζάρια και ιριδισμούς το πιο γεμάτο φως..
ΚΒ΄.
Μην έρχεσαι κοντά μου με αυτά που ξέρεις- έλα
μ’ αυτά που δεν ξέρεις
θέλοντας να μάθεις
της δικής μου καρδιάς μουσική.
Και όταν θα ρωτάς που σε πάω- εμπιστέψου
το φως
αυτό το πιο λυτρωτικό βασανάκι
που ψέματα δεν ξέρει να μιλά..
ΚΑ΄.
Αν όλη η αγάπη γίνεται στο τέλος ποίηση
άσε με να τραγουδώ τα μάτια σου
μέχρι το τέλος της μέρας..
Κ΄.
Άσε με να σε γνωρίσω, να μείνω μόνος
εγώ με σένα, εσύ με μένα, εμείς
με τον εαυτό του ο καθένας, χωρίς
να μας μιλούν οι άλλοι για τ’ αδιάφορα
σχέδιά τους.
Να σε πάρω από το χέρι και εκεί να βρεθούμε
που ξαφνικά- ενώ χαράζει- μια ποίηση πουλιού
που κελαηδάει ανασυνθέτει το Παραδεισένιο
τοπίο.
Και να σε φιλήσω εκεί που από το παρόν κλέβει ιδέες
το θάρρος του μέλλοντος.
Άσε με να σε γνωρίσω, να πω
ότι τώρα πραγματικά θα υπάρξουν όλα:
Τα όνειρα, τα πάθη, οι πόθοι
και η εκπλήρωσή τους που μ’ ένα ραβδάκι γίνεται
μαγικό της αγάπης..
ΙΘ΄.
Όταν θα πάψω να γράφω γιατί θα μ’ έχει δικάσει η ηθική της ανάγνωσης
τότε να ρθεις κοντά- τόσο κοντά όσο ν’ αγαπηθούμε..
Να τυλίξεις τα χέρια σου γύρω μου, τα άσπρα σου χέρια
σαν ρίζες που από μένα απομυζούν
την χημική μου αλήθεια.
Να μου μιλήσεις με λέξεις που έχουνε αίμα,
να πεις αυτά που έχεις κι εσύ.. Μην με βάζεις
κάτω από το μικροσκόπιο- ειλικρινά αντέχω
των λέξεων την πυρά..
Και να μ’ αφήσεις μες το κορμί σου να είμαι σαν μια αντένα
που σε κάνει να καταλαβαίνεις τα αόρατα πιο σωστά..
ΙΗ΄.
Θα σ’ αφήσω να μιλάς και να μου μιλάς
θα σ’ ακούω μαθαίνοντας ειλικρινά να σωπαίνω.
Θα παρατηρώ το χρώμα που έχει η φωνή σου
τόσο νεανική που κάποτε η ερμηνεία της γίνεται
αδύνατη, δεν μπορεί φανερώσει
μια ηλικία που ξέρει για τους ανθρώπους η θάλασσα.
Θα σ’ αφήσω να μου μιλάς και να μου μιλάς, θα μαθαίνω
από σένα γινόμενος
άθροισμα από σένα-
Θα γίνω στο τέλος
σαν σπόγγος που ρουφά τους χυμούς των γήινων λόγων σου..
ΙΖ΄.
Έλα από το αύριο που δεν θα το ξέρω- έλα
να είσαι των νοημάτων Μαντόνα μου- αγία
που συγχωρέθηκε μες το λαμπρό φεγγάρι..
Και άσε τις σιωπές μου αφρόντιστες, τις σελίδες
μισογραμμένες
με πόθο και θλίψη..
Με πονάει το αίμα των λέξεων, είμαι
το ίδιο τραυματισμένος από λεξιλόγια δόρατα
των αοράτων
μέσα μου
που εδράζονται αποκαλύψεων..
ΙΣΤ΄.
Ανακατωμένα τα μαλλιά σου-
φεγγάρι κρύβουν που την νύχτα ξεγελά
και πάνω στο κεφάλι σου καλπάζει..
Είσαι η αρχόντισσα των αδιάφορων συναθροίσεων
που γεμίζουν με κέφι την μέρα..
Εγώ μεταπλάθω το είναι μου
σ’ ένα σκληρό αβέβαιο πλάσμα
που θέλει κι άλλο κι άλλο πείσμα για να επιβιώσει..
Και ξέρω ότι μεταγλωττίζεις τον έρωτα
τόσο σπουδαία που να ξαναγίνεται ποίημα
στις σελίδες του αύριο..
ΙΕ΄.
Όταν δεν υπάρχεις δεν υπάρχω, όταν μπαίνεις
σ’ έναν υπερβολικά άγονο άνεμο, όταν
ζορίζεις αφόρητα το παρόν..
Με νικάς κατά κράτος, με λυγίζεις
σαν ένα κλαδί ο άνεμος, σαν
μια ομοιοκαταληξία που με την πάροδο του χρόνου γιγαντώνεται
και το ποιητικό βασίλειό της, μέγα μοιάζει..
Ό,τι είσαι, είναι από αρχαία θεότητα
που μες την παρουσία των νερών ακόμα υπάρχει
και των ματιών της καθαρό ξαναγράφει τον θρύλο..
ΙΔ΄.
Τα λόγια μου περιέχουν το σώμα σου, νοτισμένα από σένα
Γίνονται μια ομοιοκατάληκτη αγρύπνιας όλης προσευχή που δίχως οίστρο νύχτας πάει
μέσα στο καθαρογραμμένο άπειρο.
Εσύ είσαι μια σκέψη που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε
γιατί την έκανε η μουσική φλογέρα
που παίζει ένα πικραμένο κι ορφανό παιδί
επάνω στο κατάστρωμα ενός πλοίου.
Έτσι που όταν σου μιλώ και τίποτα πια δεν μου κάνει
να σε μαθαίνω όπως το μπορώ εγώ: με στίχους και όνειρα..
Θα σε πάρουν κατά πως φαίνεται τα λόγια , θα σε παν’
στην χώρα των πόθων-
Εκεί που είναι ένα δάκρυ ερωτευμένου το μοναδικό
νόμισμα που τον κόσμο εξαργυρώνει..
ΙΓ΄.
Να σου δώσω έναν ήλιο για νόμισμα, να μ’ ακούς
στον αέρα που μόνος μιλάω
και στο μαύρο της νύχτας σου…
Φιλοδοξώ έναν ουρανό δικής μου έμπνευσης κι έναν μύθο
επίγειο
άνοιξης που έχει τα λουλούδια της πρώτα
μες την καρδιά μου.

6 Οκτωβρίου 2015

Ο ήλιος με λογχίζει αισιόδοξα.




Φωτίζονται οι ουρανοί και στην ανάγνωση του ήθους οι πεταλούδες
υπερίπτανται
Φυτών τε και υδάτων.
Το ποταμάκι κυλάει πανήρεμο και η λίμνη
Βαυκαλίζεται τόσο να ξέρει
Της ομορφιάς της την αξία. Ο ουρανός
Γεμίζει αναπόλησης νομίσματα και μια υπεροψία
Την έχει, πώς δεν την έχει.
Το σπίτι εδράζεται μες την γαλήνη του μεσημεριού.
Πίσω απ’ τις κουρτίνες, που να είμαι διαβάζω.
Ο ήλιος με λογχίζει αισιόδοξα.
Ο χρόνος είναι μύγα ξιπασμένη.

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου