Κόβω τα σχοινιά και το Σάββατο πέφτει μες την
απώλεια.
Ένα σκηνικό πολέμου, σαν
να λείπουν οι ενορχηστρώσεις
των πουλιών και όλα να είναι ύφος και άνεμος. Από
κει
Αρχίζει να εισβάλει η ποίηση. Σαν μια αγία
που δεν απέφυγε τον βίαιο θάνατο..
Κατόπιν,
τα δέντρα χτενίζονται από τον άνεμο.
Η πόλη γεμίζει φωνές και ελπίδες.
Σήμερα πέρασα δυο βήματα απ ’την Ακρόπολη- οι
άστεγοι
κοιμόνταν καταγής,
μέσα σε κάτι παλιοκουβέρτες
η υγρασία τους τρύπαγε.
Πώς γέμισε η Αθήνα απόγονους του Διογένη
του κυνικού; Πού κρύψαν
όλοι ετούτοι τα πιθάρια;
2 σχόλια:
Υπέροχο Στρατή! Με πολυάριθμα συναισθήματα το διάβασα. Έτσι ακριβώς νιώθω όταν είμαι σε κείνα τα μέρη. Δέος και θλίψη. Και μια στάλα ελπίδα. Πως οι ποιητές θα ξορκίσουν το ζόφο τελικά.
Να'σαι καλά Στρατή. Καλό βράδυ!
Δεν ξέρω ειλικρινά Μαρία μου αν οι ζόφοι και το ανάθεμα ξορκίζεται με ποιητικές ρίμες και μανιφέστα. Δύσκολο αλήθεια μου φαίνεται. Απλά ας δίνουμε μια προοπτική του φωτός που λούζει για να αφανίσει την απελπισία.
Καλό βράδυ να έχεις!
Δημοσίευση σχολίου