Μ’ όλο το σώμα έφυγα από την γραφή. Ασπάστηκα
Σηλυβρία των κύκνων
Στο κενό, έπεσαν στο κενό τα λόγια, η πλάση
λιγόστεψε·
τώρα που το ξανακοιτώ, θάνατος ήταν κι ο ύπνος
πρόβα στον θάνατο.
Και η θάλασσα
πώς άνοιξε τα φτερά της και με πήρε
ταξιδιώτη των ωκεανών;
Στον αφρό των κυμάτων ψίθυροι νωχελικοί
τρέμουν, λιγώνουν το νερό που στραφταλίζει
Και σαν ο ήχος προσευχής που αναπέμπει το πέλαγος
κατά τον θείο ουρανό
λουλούδια μουρμουρίζουν μουσικές που κρατιούνται
από ‘να σφύριγμα του ποιμένα που υπνώνει
κάτω από την βελανιδιά της φαντασίας..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου