16.
Φώναξε μήπως
και σ’ ακούσει ο άγγελος..
Κι όμως ο
άγγελος δεν άκουγε, το ήξερες·
είχε μια πολύ
αθώα καρδιά μα μόνο
για τους
αθώους και τους ταπεινούς.
Εσύ
κιόλας είχες
γευτεί της αμαρτίας την θέρμη·
περίμενες την
παιδωμή..
Ξύπνησες την
αυγή κι όπως συνήθιζες
αντιστάθηκες
στο χαμόγελο
που θέλησες
σαν κοίταξες από της κάμαράς σου το παράθυρο έξω
τα πουλιά να
πετούν μέσα στην παγωμένη ανατολή πιασμένα
από ‘να
σκοινάκι ελπίδας..
Κατέβηκες
αργά τα βαριά σκαλοπάτια
να φύγεις για
το δάσος απέναντι
που σε
γύμνασε τόσον καιρό στην μοναξιά..
Φώναξε μήπως
και σ’ ακούσει ο άγγελος..
Η κοπέλα που
σε καλημέρισε ήτανε
μάλλινο
σκουφάκι και χεράκια μικρά
βολεμένα μέσα
σε δυο γαντάκια που έκαναν νάζια.
Τα ματάκια
της λάμπανε·
λάμπανε
καθαρά, νεροσταγόνες!
«Καλημέρα!» απάντησες και ανέβηκε
τόσο πίκρας
φαρμάκι στα χείλη σου που
τα χρόνια σου
ένιωσες που φύγανε, έτσι, αδιάφορα
και σου ‘φτασε
να κλάψεις!
Επιτέλους!
Γενάρης
1981
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου