Όταν σκοτεινιάζει και τα ένστικτα της
νύχτας είναι υπερθετικά ορατά
των πουλιών οι φωνούλες κυκλοφέρνουν
στο έρεβος μιας φυλακής που είναι
η αγωνία των ανθρώπων που τους λείπει
το ψωμί και ο διάλογος
με την αξιοπρέπεια.
Θέλω να πω τότε τόσα για την αγάπη.
Και μου σβήνεται η φωνή και μου
κόβεται
η αναπνοή- όπως για να με κουρσέψει
από μιας αδυναμίας
στιγμή, η ανάμνηση του ηφαιστειακού
φιλιού σου.
Η μουριά βελάζει, κάτι αγριοπαπαγάλοι
κρώζουν τρελά και παλαβά ζητώντας το
αιθέριο δείπνο τους.
Διαβάζω στο μπαλκόνι· το μολύβι μου
πλανιέται μες το άρρητο· καλογερικής
μοναξιάς ταγμένος.
Η νυχτερίδα παύει την ακινησία της
και πλέει μέσα στην ευχέρεια των ελιγμών.
Ανάβουνε του δρόμου
τα φώτα. Ο ευκάλυπτος είναι ένα
μαιευτήριο πουλιών.
Φυσάει ένας γλυκός αέρας.
Η ψυχή μου είναι γυμνή και θωπεύει
την φύση απέριττα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου