...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Μαΐου 2016

Ο ένας οι όλοι…




Σε περικυκλώνουν οι αύρες και σε ψαύουν
τα φωνήεντα
όπως εκστασιάζεσαι μες της Άνοιξης
τον κήπο,
τρυφερέ μου Δέσποτα, αρραβωνιαστικέ
των στίχων-

Κι αν
σε ερμηνεύσω
απ' την καλή
-όσο και αν ανάποδα βαδίζεις-
με συνδράμει η Έννοια, μου παραστέκεται
του νοήματος η καθαρή Πρώτη Ουσία, μεγαλωμένε
απ' το βυζί της Ποίησης και
στην ποδιά κανακεμένε
της Μουσικής-

Α έτσι
αλαφροπατάς
πάνω στην χλόη του ουρανού, εθελούσια
θυσιασμένος
για να μην κλάψουν οι άλλοι,

Α έτσι
ομοιοκαταληξία στεφανώνεσαι
του όρθρου
και στον επιτάφιο
θρήνο σε ανταμώνω
του ηλιοβασιλέματος- εκεί
που είσαι αυτός που είσαι όλοι κι είσαι
μόνος σου
αυτός
που η οικουμένη σε σένα προσβλέπει..







Ρουλέτα…


Θα κλειδωθούν πάνω στην μελαγχολία σου οι στίχοι του αύριο,
Ένα βλέμμα που ποντάρουν επάνω του τα ποιήματα την καθαρή υπεραξία τους,
Θα κλειδωθούν στην όψη σου οι αρετές του κόσμου-
Να οι μελωδίες που αγαπώ, να αυτό που προσβλέπω-
Σαν μια μουσική που καρφιτσώνεται πάνω στον μίσχο ενός λουλουδιού και για ένα λουλούδι
Εκκινώ τον κόσμο και στην ρουλέτα που συνθλίβομαι, εσύ ποντάρεις ανελέητα θανάτους..

30 Μαΐου 2016

Απογευματινό…




Ζέφυρος ξαναμμένος, απογεύματος η δόξα, ως τον ουρανό η φωνή του-
Ακολουθούν ψίθυροι το χρώμα και η σπουδή πάνω στον Έρωτα είναι,
Να μ' αγαπάς, να σ' αγαπώ και να κυλούν οι μήνες όμορφα ευτυχισμένοι.
Βρίσκω την σθεναρή φωνή των μυθιστορημάτων να ομονοούν με τα ποιήματα και να σου μένει
Ένας αντίλαλος από φιλιά που δεν ξεθύμαναν ούτε σε φτάνουν να χορταίνεις..

29 Μαΐου 2016

Κυριακή…




Αποσπώνται ψηφίδες ερυθρές απ' το ηλιοβασίλεμα·
Μένος της γης ξεπηδά απ' τους πίδακες της σιωπής·
Ο ουρανός τρέχει γαλάζιος,
Ίχνη θεού αναρτώνται επάνω στα ευαγγέλια των ανθέων,
Κυριακή.
Λείπουν ιδέες απ' την στενογραφία του κόσμου,
Δροσερές απουσίες καιροφυλακτούν να δέσουν τον Μάιο,
Ένα πουλί που πιάστηκε στην ξόβεργα του ήλιου
Λαλεί μια μουσική αρχαϊκή και αναπλασμένη-
Κυριακή.
Της Λοκρίδας γύρω μου ο ενεστώτας
Και της Σπερχειάδας ο αμέριμνος θόρυβος,
Των Λουτρών Υπάτης ο υπερσυντέλικος
Και μια φιλία που έχω και που είχα-
Κυριακή.
Τρέχει δαιμονικά το αυτοκίνητο,
Γκάζι στο γκάζι και δεν φτάνουν οι επιταχύνσεις,
Ακολουθείς την ηθική που σου υπαγορεύουν τα φυτά,
Ω μαΐστρε που ρέπεις στον μοναχικό σου βίο-
Λιθάρι το λιθάρι χτίζεται η εορτή που μας ανήκει-
Κυριακή..

28 Μαΐου 2016

Ηθοποιός…




Ένα σύννεφο νύχτας επάνω στην σκηνή και όλα όσα σπουδάζεις σε ανταμώνουν
στο δακρύβρεχτο πουθενά.
Είσαι η λυρική οπτασία των σκέψεων που δεν ευοδώθηκαν, ένα ιερατικό
πρόσωπο που τραβά κατά την υψιπέτεια του Καθαρμού.
Αντιγράφω μνήμες από μια τελετή που ο καθένας μυήθηκε
προτού γεννηθεί και πια δεν θυμάται.
Του θεάτρου το φως χαμηλώνει καθώς επί σκηνής αναφαίνουν οι τραγωδοί και του δράματος οι κορυφαίοι.
Καταφτάνω πίσω από σύμβολα που με βάζουν στον κόπο να ζω ξοδεύοντας της αναπνοής μου τον ψίθυρο
μέσα σ' ένα άγνωστο πλάνο όπου και ο θεός αυτομόλησε και
η ψυχή σου ακόμα..

Φιλαυτία της θάλασσας…

Ανθούν, λοιπόν, του πελάγου ρήματα κι ωστόσο
μηδαμινά τα αποκτήματα
μιας φαντασίας παρακμασμένης.

Λογοτεχνία γδαρμένη
από της κοινωνίας το γυαλόχαρτο. Δέρνεται
πάνω στα κακοτράχαλα βράχια, αρνείται
την πραγματικότητα- αλλά, εγώ
αυτό θέλω
ξίφος που κόβει,
αποφασιστικό κοπίδι
της τελείωσης;

Αγαπώ το τελεσίδικο πότο της Αλήθειας.- αν βρω
από πού αρχινά αυτό το ένθεν παραμύθι
όλα τα πραΰνει η θάλασσα, τα απομυζά
σαν τεχνίτρα δολοφόνος, σαν
βρικόλακας που ζητά την ζωή
για να θρέψει τον θάνατο,- α τότε
θα αποσυμφορήσω
την φιλαυτία του νερού, την δίψα
για ένα σάβανο που φέρει την κατάθλιψη
μπροστά μας..

Θάλασσα του εγώ, παθιασμένο ζουλούδι που περιτρέχει
τα άνθη των λέξεων, παραμυθένιο τέλος
όταν τέλος πια δεν υπάρχει-
στην μυστική κρύπτη των λεξιλογίων
ο χρόνος κρύβεται σαν σε αόριστη φυλακή.

Χρώματα…


Όλα τα τοπία μέσα σου αποδομούνται και μετουσιώνονται
σε έναν βραχνά που με σφίγγει και πάω
να ανταμώσω το μελαγχολικό μου περίβλημα.
Δομείται από στενοχώρια η φυλακή· ο αέρας λίγος εισβάλει
απ' το παράθυρο θυμίζοντας την Άνοιξη και τον καημό της μαργαρίτας.
Μεσημεριάζει.
Ο ωραίος ήλιος περνά στα βλέφαρά μου και φτάνει
μελένιος ως αυτήν την καρδιά
που πάλλεται γιατί για σένα όλη η Ποίηση ξαφνικά σχηματίσθη'…
Κι εδώ είναι που η θρυμματισμένη σιωπή ακουμπά τα αυγά της που με την νοσταλγία σου εκκολάπτονται, αφήνοντας
τα χρώματα το παν να κυριεύσουν..

Ξύλο που ξέβρασε η θάλασσα.





Ξύλο που ξέβρασε η θάλασσα..
Επάνω του αποτυπώθηκαν
στιγμές του πελάγου,
ντελίριο των κυμάτων,
ο πόντος διάλογος
να ανήκει η θύελλα
στον εαυτό της μονάχα.


Ρυτιδιασμένη πολυτέλεια να είναι παρουσία
στην ακρογιαλιά,
στο ήμερο ηλιοβασίλεμα, κάτω
από το φως που το λούζει
με την ροδόχρωμη απόχρωση του αινίγματος.


Η θλίψη είναι κάπου εκεί, η θλίψη.
Το είδα κάποτε και σας το λέω.
Τα Άβδηρα μου έδωσαν την ευκαιρία να σκεφτώ
για την ζωή που σκλήρυνε.


Το ξύλο μένει βουβό, σκελεθρωμένο,
λαχταρώντας τις δροσερές εμπνεύσεις
των κλαδιών ενός δέντρου που κλονίζεται
μες τον φθινοπωρινό ασίκη αέρα.


Ή τις φωλιές των πουλιών κι εκείνο το κελάηδισμα,
νωρίς το πρωινό, μόλις
όταν χαράζει,
να σου είναι τα πάντα πειθήνια.


Γέρνει τώρα μες την κόκκινη απουσία.
Σε λίγο θα νυχτώσει- θα ντυθεί
σκιάχτρο του φεγγαριού, θα τρομάζει
την νυχτερίδα.
Τα τσαλίμια της θα προκαλούν την ακίνητη θέση του.
Θα κοιμηθεί τινάζοντας την σκόνη των άστρων.


Στο προσκεφάλι του
δυο καβουράκια θα γελούν ερωτευμένα.
Θα είναι ο ευχάριστος οίκος τους.

Αντίσταση η έσω…


Ένας ήλιος ζεστός
πάνω απ' το Μπογιάτι,
μια μέρα γλυκιά
και χαρούμενη-
όσο και να μας πολεμούν και όχι
να μας καταβάλουν-
μια αποφασισμένη
χίμαιρα
που μας ανήκει
όπως μας ανήκουν
τα όνειρα
και η ατίθαση καρδιά
που δεν την αλλοτριώσουν..

27 Μαΐου 2016

27 Μαΐου 2016




Εκκινούν κάτι αισθήματα που μας συναντούν,
Παρασκευή που βράδιασε κι ακόμα αλητεύω
του νου μου μην μαζεύοντας τα περπατήματα.
Λιγόστεψε το φως και το φεγγάρι
Αστείες σκιές γελούν πίσω απ' τον μαντρότοιχο
Σχολάσανε τα καφενεία, οι θαμώνες πια έφυγαν
Η πόλη δεν μπαλώνει καμιά ξηλωμάρα της.
Όπου διαβάζεις είναι σιωπή
Συμπληρώνεις τα τιποτένια ελλείμματα
Ένα σύννεφο καγχάζει εμμένοντας στην υπόκωφη μουσική
Όπου διαβάζεις ενεργοποιούνται οι εκπλήξεις..

Θερμοκρασίες περιβάλλοντος

Νέα e-κυκλοφορία:
Στρατής Παρέλης, Θερμοκρασίες περιβάλλοντος
ISBN 978-618-82414-4-2
Διαβάζεται δωρεάν

Του χορού…




Τι χορούς επινόησες μες την λιακάδα
μοντέρνα αμαζόνα που με τον έρωτα έπαιξες
του όντος. Κι ύστερα
στου δρόμου την πίστα, αέρινη
και συλλαβιστή μες την ατμόσφαιρα,
κινήσεις είπες
που την εικόνα σου όμορφα
λυρικά κινούν..

26 Μαΐου 2016

Νοσταλγία…




Απόκοτο φιλί που σου πήρα – ω ήταν που ήθελες
να μου παραδοθείς και το ήξερα- ω
τι έμεινε από μια νύχτα που αγαπηθήκαμε, πόσου πόθου
αντίκρισμα, πόσης
φωτιάς το παιχνίδι- ω
σαν να υπήρξα ο δραπέτης από όλα, σαν
να βρήκα μέσα μου και άλλους εαυτούς,
που σ' έχασα σε νοσταλγώ
αδιάλειπτα ακόμα..

25 Μαΐου 2016

[Σβηστήρας χρειάζεται για πολλά]



Σβηστήρας χρειάζεται για πολλά, αλλά 
και όλα αν τα απαλείψεις, 
πάλι σε κόπο θα μπεις
Μιας πονοκέφαλης δημιουργίας.
Πού να ηρεμήσει ο εαυτός! Μ' ανοιχτά τ
α μάτια κοιμάται τις νύχτες.
Εθίζεται και η ψυχή σε άθλους κι ίσως 
δεν μπορεί
Να μείνει αμέτοχη στις κωμωδίες και στα δράματα 
του κόσμου.

Νυν η τελεία…




Της γραφής όλα συντάσσονται·
Ένα αναγνωστήριο στηριγμένο στο πρώτο φως
Και το λίκνισμα των κλαδιών που δοξολογούνε·
Α πώς ξημέρωσε!
Ένα πνιχτό γέλιο του φεγγαριού, διαρκεί ακόμα·
Επάνω στις ταράτσες και στης μπουγάδας το σκοινί
Φαντάσματα τα ασπρόρουχα·
Καθαρό Τίποτα που προβάλει μες από τα γεγονότα·
Καθαρή μέρα που θα συντριβεί πάνω στα βράχια της αιωνιότητας..

24 Μαΐου 2016

Γενέθλια…




Για τον Χρόνο τα εύσημα, για τον Χρόνο· όπως με έπλασε
Δίκαια γελώντας εις βάρος μου, μιας
Και δεν μπόρεσα μία εικόνα μου υποφερτή.
Αλλά προσπάθησα, δεν εντάχθηκα στον εσμό, δεν εντάχθηκα- πήγα μοναχική πορεία
Και σκλάβωσα τον εαυτό μου στα υψηλά.
Τεντώνω το τόξο· το βέλος θα με πληγώσει-
Των γενεθλίων μου η αορτή θα γεμίσει με αίμα το ήσυχο σούρουπο·
Ο αέρας με μαδά σαν ένα λουλούδι που δεν μαρτυρά τον έρωτά σου·
Εντάσσομαι σε έναν περίγυρο που είναι τελεσίδικη φυλακή..

23 Μαΐου 2016

Νέα, πάνω απ’ το κεφάλι των βουνών, επρόβαλε η δραματουργός σελήνη.





Νέα, πάνω απ’ το κεφάλι των βουνών, επρόβαλε η δραματουργός σελήνη.
Μαρτίου του άξεστου-
Χειροδικούν οι ξαφνικές βροχές κι οι καταιγίδες.
Στέκονται απορημένα τα πλατάνια και μορφάζουνε
με τα πεσμένα φύλλα τους·
Κάπου εκεί που τα αγάπησα στην όμορφη Μακεδονία.
Η εθνική οδός είναι μια δύσκολη διάβαση προς τον Νοτιά-
Κι αν πας αντίθετα, μες την ψυχή σου πάντα βγάζει.
Φορτίο ανέκκλητο οι σκέψεις και οι μνήμες-
Δεν βγάζουν πουθενά- θα πεθάνεις.         
Πεντάρφανος και αγαπώντας υπερβολικά τις δύσκολες παρομοιώσεις..

                                     5.3.2012

[Είναι διάφανο αυτό που σκέφτομαι]





Είναι διάφανο αυτό που σκέφτομαι, τόσο διάφανο που απορώ, κάποιες φορές, κι αν ορίζεται.
Είναι από νέφος που φέρνει βροχή.
Κι αυτή η τέχνη του, να με προκαλεί να το κυνηγώ, με εξιτάρει, με αναγκάζει να το ακολουθώ κι όπου βγούμε, ας βγούμε.
Αυτή είναι η όμορφη μπέσα του.
Και γι' αυτό μένω ευχαριστημένος με την περιουσία που έχω, αλλά δεν μου ανήκει..


22 Μαΐου 2016

Ιδανικό ή το φάντασμα του Μαγιακόφσκι..




Μέσα στα λεκιασμένα σεντόνια ενός ύπνου εφιαλτικού με φροϋδικές προεκτάσεις και κερατωμένη κυρά- ψυχή

απόναν γιό του αρχαίου Διόνυσου που βαριέστησε μέσα στην λάμψη του αρχαίου κάλλους και σαλτάρισε μαστουρωμένος στον "απάνω κόσμο"

ντυμένος τον ζουρλομανδύα της ύπαρξης 

μ’ένα σκουπιδαριό αστικό που οι κομουνιστές το κοροϊδέψαν μέσα από μία αυτοκτονική φιλολογία -

με μια πρόστυχη libido μεταεφηβική -

στο μαλλιαρό κεφάλι της απόγνωσης..

αυτό το ζαρωμένο παλιόπραμα από εμάς τους ίδιους μες την σύμπτωση της λογοκριμένης ποίησης:

Ήταν αυτή που σηκώθηκε μέσα στην ερημωμένη εγκατάλειψή της  
της είπα "σ’αγαπώ Ελένη"-
Ένας τοίχος αντήχησε,        
μετά άλλος        
κι άλλος ..         
στη σειρά έπεσαν όλα :

Πατώματα φασιστικής ιδέας, καναπέδες έσπασαν τα πόδια τους
από χοντρόκωλους αστούς αδιαφορώντας για την πείνα του πατέρα μου.

Αυτό που κραταιώθηκε με το ζόρι γιατί έπρεπε το είχε θρέψει η παρέα μου
-μια σειρά νέοι –
τα βράδια γυρίζαμε στο σπίτι αργά
μεθυσμένοι ψάχνοντας για το φεγγάρι μες τις τσέπες μας μ’επιμονή!...

Μέσα σ’ αυτήν την βίβλο όλο ανθισμένες τριανταφυλλιές και περίτεχνα εξώφυλλα από δέρμα καρδιάς- με βαρύγδουπη λαλιά ευαγγελιστή που σου μιλάω ξημερώματα Κυριακής γεια σου, γεια σου γυναίκα με το σμαράγδι της ωραίας καρφιτσωμένο στα μάτια σου.

Γυρίζω από την νύχτα μιας ρεμπέτικης μυθολογίας.
Περιθωριοποιημένος .
Από άγνοια βαφτισμένος μέσα στον σκοταδισμό της πολιτικής ουσίας των πραγμάτων σέρνοντας μαζί μου αυτούς που σ΄αγάπησαν σ’ ένα κιτάπι όλο στίχους κλούβιους που φυτοζωούνε-
άλλοτε δημητριακοί και  άλλοτε απέραντα στείροι:
Κανένας ρυθμός.
Μόνο πέφτει λίγο χιόνι              
ίσως πάνω στα μαραμένα λόγια ενός ποιητή που είναι φτωχός και τηγανίζει αυγά.
Κάπως έτσι δεν πρόκειται να τον θυμηθεί η δόξα.
Και γιατί υπάρχεις;
Μια τάξη πραγμάτων σε αποδέχεται επαναστατικά
μέσα στο βλέφαρο του αιώνα σου να παίζεις φυσαρμόνικα

πρωί  

ένας ήλιος διαλαλεί την ευτυχία του μέσα στα μακριά μαλλιά σου-

υπάρχει

ξεφλουδισμένη ψυχή θρησκευάμενη που τσούζει από απραξία και συνείδηση φιλολογική -


η ελληνική δημόσια ράτσα του μύθου χαροπαλεύει
στα δικαστήρια άορκων μαρτύρων
που ισχυρίζονται ένοχο τον "απαίσιο γείτονα".    Θυμάσαι;
Είχε μια μικρή κορούλα αξιολάτρευτη όλο φακίδες και χαμόγελα

τ’ απογέματα έβγαζε τα βάσανα βόλτα -

σε μια ηλικία κατόρθωσε να έχει υπαρξιακά προβλήματα τεντωμένα:
καπνός, καφετέρια, κακός εραστής…             αυτοκτόνησε
μέσα στο όρθιο πρόβλημα της μοναξιάς της.
Βούισαν ξέφρενα  μέσα στο λερωμένο μυαλό μου από αλκοόλ
και ψυχικά απωθημένα τα προβλήματα του κοσμάκη

άγχος

η ανεργία τσιρίζοντας
μια κόλα χαρτί έχοντας μας τυλίξει 
είμαστε χέρια πόδια και κουτσό μυαλό ˙
μέσα στα μακρινά εργατικά οράματα ωριμάζει
ο ορυμαγδός της αίσθησης -
η συνείδηση που καγχάζει -
μια μεροκαματιάρικη  ηθική
συνοψίζεται με θρησκευτική ευλάβεια στον άρτο και τον οίνο -
η οικογένεια πεινάει…
Όχι θεάματα..,

‘Ελα λοιπόν:
βολτάρουμε στο σκοτεινό αλσύλλιο του μυαλού με
ένα άγριο βλέμμα φονικό τονίζοντας τις λέξεις "μου λείπει" -         
γίνεται φασαρία
αδειάζουν τσέπες και η εξαγριωμένη όψη του συνδικαλιστή
φωνάζει "Αμερική ώ Αμερική απαίσια.." 
φρεναρισμένη ευτυχία πάνω στην καρδιά μου.
Ο θεός κοιτάζει απορημένος.
Καυτηριάζονται  από τον πόνο οι φταίχτες του σήμερα -
καφενέδες υπερτοπικοί  με απέραντους μάγκες που καπνίζουνε σέρτικα -
έλα λοιπόν έλα λοιπόν Ελενίτσα…
το σπίτι μας κρυώνει -
ποιος πληρώνει το νοίκι;
είμαστε αφιλόξενοι οι άγγελοι της πιο ψυχοπονιάρικης θρησκείας μωρό μου…


                       24.2.1983
                       Ηράκλειο

Μπαλαρίνα της άμμου…




Να υπερβείς την σιωπή- εκεί είναι το νόημα- με τον τρόπο
Που οι ηλιαχτίδες διασπούν το στερέωμα και το καβούρι
Λοξοπατά μες το ερημικό τοπίο, ντάλα 
το μεσημέρι,
που η γυμνή χορεύτρια
κάθεται στο ζεστό χώμα και ανασυντάσσει
τις δυνάμεις της- ω Κυριακή
Μεθυσμένη και ιερατική· όπως
οι ιερουργίες του φωτός σβήνουν
το μέγα Σκότος
της καρδιάς μας..

21 Μαΐου 2016

Ελένη άναμμα πρωιού




Β΄.
Ελένη άναμμα πρωιού
Καλοκαιρινού-
Στα ξαφνικά και οι ελπίδες σκίρτησαν- όμως
Τα πουλιά ανεβήκανε μονάχα τους την σκάλα
Της μελωδίας που τα αθώωσε
Και το γεράνι στην αυλή που τσούγκρισε το κεφαλάκι του με το γαρίφαλο
Πήρε το νόημα του απρόσμενου αυτό τους το κατορθωμένο-
Με έκπληξη το είπε η στιγμή που ευθύς το θέλησε δικό της!
Αλλά
Ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει από φως
( γιατί του είπε την ματιά σκοτάδι). Εγώ
Όμως θα σου ζητήσω να φυσήξεις μια πνοή
Πάνω στο σώμα που έπλασα από ευωδιά
Κι αν είναι να ανάψουνε τα σπλάχνα του – θ' ανάψουνε
Κι αν είναι όχι η ευωδιά που μένει
Χτυπώντας την η ανάσα σου θε να σκορπίσει ολόγυρα
Να καταλάβουν οι ανθρώποι τι ζητώ να κάνω!
1987

Για την Ελένη…


Με ποιόν τρόπο θα μοιραστούν οι χαρές; πάντα
οι ποιητές τραγουδούν μια Ελένη
υπαρκτή ή ανύπαρκτη.
Αν θα σε βρω
θα είναι ανάμεσα στα πολλά ζήτω
των λουλουδιών που γελάνε.
Νωπή φωνή της κερασιάς, δροσερό νερό
της θέλησης.
Πικρά
μας πολιόρκησε η ζωή - μα μην σε νοιάζει.
Όσοι ονειρεύονται καλά,
έχουν του ουρανού αντικλείδια
και τελαλίζουν αγνότητες
που οι άλλοι ζηλεύουν..

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου