Μουντζουρώνω την εικόνα σου, δεν κάνω διάκριση, θέλω να σε αγγίξει το γερασμένο μου όνειρο, κι έτσι πάλι θα σ’ αγαπάω, μοιρασμένη ανάμεσα σε μένα και τον χρόνο, να τροχοδρομείς τις ιδέες που εγκατέλειψα μες τον αιώνα και μου επιστράφηκαν να τις σώσω πεισματάρικα όλες.
Είχα τον κήπο, είχα το νερό, είχα το ομιλητικό φεγγάρι, την αγρύπνια για να με καψαλίσει η έμπνευση- είχα τον δρόμο, είχα τον τρόπο, την σιγουριά είχα ότι ο έρωτας είναι ένα ατίθασο παιδί που αγαπά να κοιτά τις ζημιές του.
Τώρα δύω, με σκλαβώνει η λαχανιασμένη μου αναπνοή, με κινεί νωχελικά το εξουσιαστικό βράδυ.
Άκου με που σου μιλώ, έχω ένα φως που μου περίσσεψε από τις τότε εφηβείες, έχω ένα φωνήεν που κοάζει σαν μικρό βατραχάκι που περιμένει με ένα φιλί να μεταμορφωθεί.
Είχα τον κήπο, είχα το νερό, είχα το ομιλητικό φεγγάρι, την αγρύπνια για να με καψαλίσει η έμπνευση- είχα τον δρόμο, είχα τον τρόπο, την σιγουριά είχα ότι ο έρωτας είναι ένα ατίθασο παιδί που αγαπά να κοιτά τις ζημιές του.
Τώρα δύω, με σκλαβώνει η λαχανιασμένη μου αναπνοή, με κινεί νωχελικά το εξουσιαστικό βράδυ.
Άκου με που σου μιλώ, έχω ένα φως που μου περίσσεψε από τις τότε εφηβείες, έχω ένα φωνήεν που κοάζει σαν μικρό βατραχάκι που περιμένει με ένα φιλί να μεταμορφωθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου