Όψη του θήτα, σαν
Θελξιόπης γυναικείο όνομα.
Ομηρικό. Κι ανάλυσέ το:
Θελκτικό κάτι κι από μυρωδιά
Λουΐζας αν την τρίψεις στ’ ακροδάχτυλα.
Και όπ-μα, όμμα, μάτι του βοριά
Πάνω απ’ την θάλασσα των μπλε παράθυρων
Που ανοίγουν να κοιτάξουμε ευτυχισμένα.
Γιαγιάς της Λέσβου μιας μαμής
Βαφειό Λεπέτυμνου. Ράχτα
Κι ελιές. Μποστάνια
Θελξιόπης γυναικείο όνομα.
Ομηρικό. Κι ανάλυσέ το:
Θελκτικό κάτι κι από μυρωδιά
Λουΐζας αν την τρίψεις στ’ ακροδάχτυλα.
Και όπ-μα, όμμα, μάτι του βοριά
Πάνω απ’ την θάλασσα των μπλε παράθυρων
Που ανοίγουν να κοιτάξουμε ευτυχισμένα.
Γιαγιάς της Λέσβου μιας μαμής
Βαφειό Λεπέτυμνου. Ράχτα
Κι ελιές. Μποστάνια
Της θεία Σταυρίτσας, θεία Λένης:
Κόρες αιολικές. Δώθε κρατάει η σκούφια μου
Κι εκείθε: Ιωνίας διωγμών ανθρώπων
Άστεα. Διηγήσεις
Μάνας της μάνας μου για το ‘22
Αδέρφι του παππού που χάθηκε για πάντα
Αίματος φόρος της φυλής
Ξεριζωμός πικρός. Μοίρα;
Κόρες αιολικές. Δώθε κρατάει η σκούφια μου
Κι εκείθε: Ιωνίας διωγμών ανθρώπων
Άστεα. Διηγήσεις
Μάνας της μάνας μου για το ‘22
Αδέρφι του παππού που χάθηκε για πάντα
Αίματος φόρος της φυλής
Ξεριζωμός πικρός. Μοίρα;
Αν κρατάω κάτι από μνήμες παιδικές
Έναν παππού που μπόλιαζε τα δέντρα.
Σίγουρος. Αυτή ήταν η φτιαξιά του.
Αγάπαγε τις λεμονίτσες και τα τριαντάφυλλα.
Μου ‘μαθε μια κηπευτική ολόχυμων ονείρων.
Κάπνιζε, κάπνιζε ολοένα. Σαν
Να ‘θελε να μην ξεχάσει εκείνον τον καπνό που έπνιξε
Την προσφυγιά του. Πονούσε.
Πονούσε πάντα.
Έναν παππού που μπόλιαζε τα δέντρα.
Σίγουρος. Αυτή ήταν η φτιαξιά του.
Αγάπαγε τις λεμονίτσες και τα τριαντάφυλλα.
Μου ‘μαθε μια κηπευτική ολόχυμων ονείρων.
Κάπνιζε, κάπνιζε ολοένα. Σαν
Να ‘θελε να μην ξεχάσει εκείνον τον καπνό που έπνιξε
Την προσφυγιά του. Πονούσε.
Πονούσε πάντα.
Και ένα χωριό λιγάκι πάνω από την Μήθυμνα
Σαν άλλης εποχής ναυαγισμένο μου κονάκι. Ήλιος
Και χρόνος σύμμαχοι.. Με το χέρι
Πρωτόκοψα απίδια, σύκα. Άκουσα τα νερά.
Βρήκα τον πλάτανο ασπίδα για τον ήλιο του μεσημεριού
Είδα την ποίηση
Ζωντανή- σαν να ‘πιανε ένας σπόρος
Μέσα μου.
Κούρνιασα μες την φύση σαν να μ’ άγγιξε
Μ’ ένα ραβδάκι μαγικό νεράιδα…
Σαν άλλης εποχής ναυαγισμένο μου κονάκι. Ήλιος
Και χρόνος σύμμαχοι.. Με το χέρι
Πρωτόκοψα απίδια, σύκα. Άκουσα τα νερά.
Βρήκα τον πλάτανο ασπίδα για τον ήλιο του μεσημεριού
Είδα την ποίηση
Ζωντανή- σαν να ‘πιανε ένας σπόρος
Μέσα μου.
Κούρνιασα μες την φύση σαν να μ’ άγγιξε
Μ’ ένα ραβδάκι μαγικό νεράιδα…
26.7.2007
2 σχόλια:
Σοφό αυτό το μπόλιασμα και κάθε είδους μπόλιασμα....
Καλό βράδυ Στρατή
ομολογώ πως δεν κατάλαβα τι θέλεις να πεις Ελένη μου..
όπως και να 'χει...
καλό βράδυ!!
Δημοσίευση σχολίου