...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Μαρτίου 2016

Εργατιά…




Πράττουμε το χρυσάφι- αν το θες
κοίτα μες την μέρα πώς πονά
το κορμί μας· κι ο κόπος
μας πώς γίνεται μεταφρασμένη ποίηση από εκείνες
που πολύ θα αρέσουν
στο μέλλον, στις κοινωνίες
που χρήζουν τιμαλφών αποκτημάτων· κι ας
μην απολαμβάνουμε σχεδόν τίποτα από κείνα
που μας ανήκουν- ας βοά
η υπεραξία μας, ας είναι
τα ροζιασμένα χέρια μας δυο μηχανές που σιγοντάρουν
στην καλαισθησία, ας
είμαστε της γης οι κολασμένοι, μια αορτή
που τροφοδοτεί το οικουμενικό κορμί με
τρισάγιο αίμα..

30 Μαρτίου 2016

Ελπίδες…

Θρυμματισμένε κακόγνωμε πλανήτη…
Στα βαθιά σου
όνειρα σκαρφαλώνω,
αλπινιστής της ελπίδας που
θα μοιράσω
σαν ψωμί
μπουκιά μπουκιά
στους καταφρονεμένους.
Ένα τίποτα είναι οι μέρες των απελπισμένων- τις περνούν
μες τον φρικώδη χρόνο των αγωνιών κι ενώ
λαχανιασμένοι τρέχουν προς το σύνορο μιας πατρίδας
που δεν θέλει την ανάσα τους
να φιλοξενεί.
Πώς έγινε έτσι ο άνθρωπος; Πώς
ακολουθεί τον μαρασμό του ηθικού ρόδου;
Σε είδα και με είδες- συναντηθήκαμε
πίσω από το συρματόπλεγμα· είχαμε πιστέψει
πως τέλειωσε αυτή η σελίδα
του αδερφοσκοτωμού- πως είχαμε
αφήσει πίσω μας
αυτό τον εφιάλτη του πολέμου-
μα όχι· πάλι εδώ
είναι αυτός ο διαχωρισμός: άνθρωποι
να περιφρονούν ανθρώπους και η αφέλεια
να κάνει να νομίζουν πως μια τέτοια άσχημη μοίρα
δεν θα μπορούσε να είναι η αύριο μοίρα τους.. Ω κόσμε-
Δώσε τα χέρια, έλα
να δούμε μέσα μας
εκεί
που το σπλάχνο καθρεφτίζει
την ηθική του πρωτόπλαστου
το φως μιας καθαρής καρδιάς, έλα να δούμε
μια θέση κάτω από τον ήλιο
χέρι με χέρι,
στον αιώνα τον άπαντα
που θρυμματίζεται
κι όμως μια σπίθα μένει
από φωνήεν καθαρό, μια λέξη
που δικαίωσε το κάθε λεξιλόγιο, μια λέξη
πάνω απ' την επικοινωνία- εδώ
που οι ελπίδες παίζουν καθοριστικό ρόλο
στο ευαγγέλιο της νέας θρησκείας
της υπομονής..

Ερασιτέχνες…




Ψύχος το πρωί και, μετά, η μέρα γλυκαίνει- όπως
ένα μελωμένο φρούτο που πολύ το αγάπησε η ζάχαρη.
Ευθείες συνειδήσεις και τεθλασμένοι καιροί-
Εστιάζουν μες την άβυσσο την καταματωμένη.
Κάτι βάραθρα δεινά κάτι λιοντάρια της μελαγχολίας
Που μεγαλώνουν μέσα στο δωμάτιο που φωνάζεις και κανείς δεν σ' ακούει- πρωί και σε καιροφυλαχτεί ο ουρανός, στις προσόψεις το σθένος σου στενάζει, η μηχανή δουλεύει καλά, η πρωτεύουσα είναι πάντα λαλίστατη, σε ό,τι κάνω βρε ζωή ξανά και ξανά θα με ρουφιανέψεις, δεν λυγάει το θάρρος μου- κι αν κουράστηκα
Είναι που τίποτα δεν εξαργυρώνω
Από μπέσα που σου φυλώ και μου φυλάς, για να είμαστε
Κάποτε οι ερασιτέχνες μάγοι που εστράφηκε
επάνω τους όλη η ατζαμοσύνη..

27 Μαρτίου 2016

Κυριακή Μαρτίου..




Ουτοπία ζεστή, ανοιξιάτικη χλευαστική ουτοπία..
Στην έκφρασή σου
Ακίνητα φωνήεντα εισέρχονται στον πειρασμό των αινιγμάτων, η μάνητα του καιρού βυθίζει τα σπαρτά στην μελαγχολία του κάμπου, ο ήλιος
Γεννά τολμηρό σύμφωνο,
Άξεστο, δαιδαλώδες, όπως
Οι ιστορίες είναι άφρακτο εμβαδόν που εδράζονται οι απογνώσεις του κραυγαλέου απογεύματος..

Μάρτιος..



Κυκλοθυμικός Μάρτιος, αειφόρος, ακλόνητος-
Παίζει το θέατρο των αμφισβητήσεων, η όψη του
Κλέβει την παράσταση των θεαμάτων, των αγρών
Οι βραγιές ζητούν την ευφράδεια του νερού, στο μέτρο
Που ο μπελάς των εντόμων γυροφέρνει
Το ξέφραγο μανίκι σου, κορίτσι της φτωχικής επαρχίας, μούσα
Μου, δραγουμάνε των έσω αποκαλύψεων, φωτεινή ιέρεια
Που χοχλάζεις!      Κι η καρδιά
Να μιλήσει θέλει, η καρδιά
Στενάζει πίσω απ' τις λέξεις, κυνηγώντας
Να πει τα ανείπωτα, ο χρόνος δεν την δάμασε- κι ευτυχώς
Μπουμπουνίζει το αίμα, ο κλώνος
Ροδαμίζει, το μπουμπούκι θα σκάσει
Σαν ένα θαρραλέο τριαντάφυλλο που ομορφαίνει
Το πέτο του ερωτευμένου…



Σκάλα Λακωνίας..




Ο λακωνικός ήλιος χρησμοδοτεί επάνω στους πορτοκαλεώνες και ιδρώνει
Τα βαθυκύμαντα φυτά.
Πέρα απ' την Σπάρτη, στην αιχμή του Ευρώτα, εκεί όπου οι καλαμιές
Λυγίζουν και ξιφομαχούν με τον άνεμο, τανυσμένες σαν τόξα
Που στοχεύουν πολύ μακριά.
Ντεραπαρισμένες μνήμες και το τοπίο αίμα στάζει
Που αναζητά τους βολβούς, τις ρίζες των δέντρων, την ευλάβεια του σκηνικού, την αγέρωχη ικμάδα της άνοιξης που πλησιάζει,.
Το χρυσίο των εσπεριδοειδών καλπάζει στον μπεσαλή ευμετάβλητο Μάρτιο
Που αλλάζει διαθέσεις ξεκρεμώντας τα άρματά του για γιουρούσι αποφασισμένο..

25 Μαρτίου 2016

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ..,




Πιασμένοι χέρι χέρι και τι να μας πει ο καιρός
δυο άνθρωποι που αγαπιούνται καταργούνε την σκιά τους
ξέρουνε πόσα ανθίζουνε μέσα τους λόγια σεμνά
και λόγια πόθου-

την ώρα που τα χέρια σκαρφαλώνουνε το δύσβατο κορμί
και το τρεμάμενο το χείλι ενώνεται με το τρεμάμενο το χείλι..



Α.

Μέσα στην ερωτική νύχτα το φεγγάρι ακολουθεί πορείες της επιθυμίας.
Εσύ ζεις και έρχεσαι από τις σιωπές των άστρων-
πιο καθαρογραμμένη κι από οπτασία.
Σε σκλαβώνουν τα χέρια μου που σε κρατώ
περισσότερο πια μέσα στον νου μου, άυλη, εξωπραγματική,
στεφανωμένη
με το φεγγαρίσιο φως που επάνω
στο άσπρο σου κορμί ζει και περισσεύει.

Νεράιδα των αρχαίων δασών, επισκέπτρια
της λίμνης των κύκνων:
Σε βρήκα ψάχνοντας μέσα στο τίποτα που συλλαβίζουμε..
Δεν θα σ’ αφήσω να μου φύγεις
ούτε πουθενά να μου πας που δεν το ορίζω.

Μόνο σε χώρα ονείρου ξέρω ότι κατοικείς-
ένας αέρας πια αναστατώνει τα μαλλιά σου-
όπως βαθιά υποταγμένη στο γινάτι μου ανοίγεις
το ποίημα του έρωτα να απαγγείλεις.

Θα σε κρατήσω απόλυτη σαν αίνιγμα
μισή μέσα σ’ αυτήν μου την ζωή, μισή απ’ έξω
να περιφέρεσαι στο αόρατο σπιτάκι των πουλιών
σαν ρίμα που δικαίωσε ο χρόνος.

Και θα γίνω
σφιχτή αγκαλιά που δεν ανοίγει,
τρόπος
να μην μου φύγεις ποτέ-
για να σε ανεβάσω στα ψηλά των σύννεφων
εκεί που κατοικούν οι άγγελοι της μοίρας.


Β.

Να σε έχω με τον τρόπο που έχουν οι θύελλες
να εξουσιάζουν.
Να μου φεύγεις σχεδόν όταν να σε αγγίξω
κατορθώνω.
Να αλλιώς μου μιλάς.

Στα μάτια σου αδιάβαστο ακόμη το φως, αδιάβαστος
ο πόθος, η κάψα
που θα συντρίψει την περαστική μου ώρα
που θα ανοίξει άλλον διάλογο με τα πουλιά, που θα κρεμάσει
σκουλαρίκι το τραγούδι των πουλιών επάνω στα αυτιά των δέντρων.

Δεν σε ήξερα, δεν
σε φανταζόμουνα-
έτσι όπως μου αποκαλύφτηκες: θεά
άλλων αιώνων.

Και τώρα
στρέφω το βέλος ο ίδιος στην καρδιά μου -
ξέροντας ότι θα πληγωθώ, ότι θ’ αγγίξω
όλο το σώμα του πόνου, την ανάσα που κόβεται, θα νιώσω
τον παλμό της ερωτικής αποκάλυψης.

Σε κάνουνε μοίρα μου οι νύχτες.
Σε κάνουνε μοίρα μου οι μέρες.
Σε μοιράζομαι με εκείνο που δεν φτάνω
ούτε με τον νου, ούτε με την φαντασία. Σε φιλώ
όπως ο αέρας την γη φιλά που του είναι
φιλόστοργη μάνα.




Γ.

Ήρθε να σ’ ανταμώσει μιαν ηχώ
απ’ τα βαθιά της θάλασσας-
σαν από κοχύλι μισάνοιχτο.

Την πήρε η μέρα, την χαρήκανε
οι αχτίδες του ήλιου-

Κι ήσουν εκεί που ασπρίζει το καθάριο μέτωπο της μουσικής και ψάχνεται
η νότα να βρεθεί κόρη του φλοίσβου.

Σε είδα έτσι εκεί κι έτσι σε λάτρεψα
χωρίς το φόρεμα του ανέμου.
Πήγες
ψηλά:
ως μέσα στην καρδιά μου.

Αχ συννεφένια κόρη του γιαλού μάγια που μου ‘κανες!
Και να πιστέψω αδύνατον ότι δεν θα μ’ απελευθερώσεις..

Σκλάβος μπροστά σου έπεσα, σωστά
ερμηνεύοντας το πάθος-
διψώντας το κορμί μου για κορμί
και ο αμνός ο μέσα μου για λύκο!



Δ.


Σαν μια νεροσταγόνα που θα πέσει και δεν θ ακουστεί
παρά στην χώρα των ερωτευμένων…

Μα εγώ σε φίλησα…

Και καρφώθηκε ρόδο το βέλος μες την γύρω ερημιά-
τσιρίξανε
όλα τα φωνήεντα-
ξύπνησαν ξαφνικά πουλιά- κι εγώ σε είχα
μέσα στα χέρια μου, εκεί- νεράιδα αποκάλυψης!

Μου απαγγέλεις το φως μ’ ένα “αχ” που το έχει ο έρωτας·

χτυπούν χαρμόσυνες νότες στις φλέβες·

γέρνεις μέσα στην νύχτα μου αλλά δεν φεύγεις·

κρύβεσαι πίσω από δέντρα, καλύπτεσαι
με σκοτάδι κι ερημιά, με νερά ένδοξα που κυλάνε·

τρέμεις
μέσα στο λίγο φως και γίνεσαι
νεράιδα καθαρογραμμένη
που μιλάει με φεγγαρίσιο, άσπιλο
καθάριο
αινιγματικό φως!

Άφησε πάνω μου το αποτύπωμα σου, τον βαθύ
τύπο των ήλων,
το σημάδι
πως κι εγώ σου ανήκω –
κι έλα
να γράψουμε τραγούδια του έρωτα
με μουσικές του κορμιού!

Λίγα λόγια μέσα στον καθόλου άνεμο-
κι απ’ την άλλη εσύ..

Είσαι εδώ σπαθίζοντας μέσα στην ανεξάντλητη ημέρα
γυμνή
μ’ ένα μυστήριο χεριών που αναρριχώνται πάνω
σ’ ένα κορμί που σπαρταρά από πόθο..



Ε.


Και τώρα εσύ,
πεταλούδα της σκέψης μου,
λιανή, μπουκωμένη
νύχτα και όνειρα

πας πας πας
μες το μυαλό μου πας και μες απ’ την καρδιά μου έρχεσαι.

Δεν έχω να προσμένω τίποτα απ’ το αύριο-
μόνο ταξίδια του μυαλού, αρώματα
που με τον νου θα κατοικήσω-

Και φιλιά που θα με βρουν εκεί: στο άσπρο εκκλησάκι που θυμώνει ορθόδοξα
πάνω στον βράχο του Αυγούστου!

Να σε πω
όπως θα πούνε τα λουλούδια στην μέλισσα
βαθιά βαθιά τους να πάει..

Να σε δω
όπως σε βλέπουν μες τα όνειρα οι άντρες-

Να σε μάθω
όπως δεν σ’ έμαθε ποτέ κανείς-

Αν δεν υπάρξω είναι γιατί δεν υπήρξα-
δεν υπήρξες ούτε εσύ γιατί το όνειρό μου
δημιούργησε αυτόν τον μύθο που σε αγκαλιάζει.

Άφησε τις φλογέρες του ύπνου να σε νανουρίσουνε γλυκά
όπως ξαπλώνεις μες τα άσπρα σύννεφα
των άχρωμων δικών μου περιστάσεων..




ΣΤ΄.

Να βρουν τον υπερθετικό τους οίστρο τα πουλιά
της μέρας, ν’ ακουστούν
στα πέρα πλάτη..

Να είναι ενεστώτας ο Μάρτιος
και περισπωμένος χειμώνας.

Κι εγώ...
εγωιστής εγώ-
να σε θέλω δικιά μου!

Είσαι η μέρα που δεν νύχτωσε, το κάτι λίγο που περιέχει
το όλο-
η αβροφροσύνη της μέλισσας
όταν αγγίζει το λουλούδι.

Και πώς να σε πω, που η αγρύπνια μου
μελαγχολία μου δίνει..

ανίδεος να ξέρω από ουρανό
και νοσταλγός μονάχα για εσένα..



Ζ΄.

Πάνω στο πρόσωπό σου τα καυτά
δάκρυα είναι όπως σ’ ενός παιδιού τα μάγουλα φωτιά.
Σε κοιτώ.
Μοιάζεις με άλλη:
όπως εικόνα που ήρθε σαν από γλυκοφιλούσα Παναγιά.

Α, που σε ξέρω τόσο λίγο κι όμως σε κρατώ
μέσα μου σαν σε αγκαλιά ονείρου!

Έλα πάρε με, δώσε στο κύμα σου
την απόλυτη εξουσία του έρωτα, το οξύ μπουγάζι
που θα με κατεβάσει ύστερα
γυμνό και εξουθενωμένο μες την αγκαλιά σου..

Στα σκαλιά πατώ και στο ουράνιο ρήμα ανέρχομαι
‘’Σ’ αγαπάω!’’.

Ο χρόνος δεν υπάρχει πια, μόνο εσύ θα υπάρχεις

Σμίγοντας την αναπνοή του φεγγαριού με την λατρεία του ήλιου

Που είναι, μες το πλάσμα που είσαι,
γνώμη Καλού που πάντα περισσεύει..

Δες που των αισθημάτων σου η μέρα
νότες αφήνει πιο λευκές να πλανηθούν μες τον γαλάζιο ορίζοντα
που τα φιλιά των λουλουδιών γίνονται λέξεις που μιλάμε..




Η΄.

Να σε κοιτώ και το βλέμμα μου να επιμένει να σε θέλει παράφορα.

Οι κήποι που ήρθαν κάναν πέρα τους κήπους που έφυγαν
αλλά μείναν πουλιά-
τα ίδια που ξανά τραγουδάνε.

Ο άνεμος
σκλαβώθηκε στις λεμονιές
με την δίφορη αξία του –
σαν μέσα στο μυαλό κι αυτός φυσάει..

Και μόνο το αίμα που καταλαβαίνει, κάτω από το δέρμα, κάνει
την αφή, ζωντανή
θεά,
αιώνια αυτοκράτειρα..

Γλυκός ο καιρός που περνά κι αφήνει μέσα μας το ζαχαρένιο του επίχρισμα
της αγάπης.

Είσαι ο θηλυκός ύπερος κι είμαι το λουλουδένιο το σώμα
που αγγίζει της ευτυχίας η μέλισσα.

Και ζωγραφίζω μες τις πολλές μου σιωπές
έναν καημό από κρυστάλλινο ποίημα
που πλημμυρίζει σαν φως τον σημερινό πολυσήμαντο αέρα.





Θ΄.

Τα χέρια μου διαβάζουν το σώμα σου σαν ένα οικείο παμπάλαιο
ποίημα
που περιέχει αλήθειες φωτιάς και αλήθειες του πόθου.

Τα χέρια μου
ανοίγουν τα εσωτερικά σου απρόσβλητα σύνορα
που το κορμί παραδίνεται και δεν είναι κορμί το δικό σου.

Σε κατέχω..

Είναι ένα σύμπαν νύχτας μέσα μου που εσύ μην κάνοντας και κάτι μου το αναιρείς-
πώς, δεν το ξέρω..

Μπορεί γιατί ακούς καλύτερα στην σιγαλιά που κρέμεται ένα ζεστό φεγγάρι
απόψε του Μαρτίου δεκατέσσερις και κάπου
λες κρυσταλλώνουν τα νερά
σαν σ’ έναν μαγικό καθρέφτη..

Μακριά μου -κι όμως τόσο κοντά-

Πώς γίνεται να μου είναι εύκολο το απίστευτο;

Να μπορώ χώνοντας το μουσούδι μου μέσα στις φυλλωσιές του ‘’τώρα’’ να κοιτώ
μέσα σ όλους τους χρόνους και μακρύτερα;

Με όλα τα υπάρχοντά μου
μετακομίζω σ’ άλλους ουρανούς..




Ι΄.


Έλα λοιπόν μην κάνοντας και τίποτα να εξουσιάσεις τα πάντα

Να μου πάρεις όλον τον άνεμο, την σκέψη, την νικητήρια ιδέα, το να ξέρω φαρσί
λουλούδια αισθημάτων..

Έλα τώρα που είσαι της φωτιάς η φωτιά και δεν σ’ αφήνουν οι μέρες
να πας ψηλότερα
από τα κάστρα των χελιδονιών..

Και ίδρυσε κεφάτη μέσα μου
την δυναστεία των κρίνων..




ΙΑ΄.


Με ψυχή που πάει στον άνεμο, με πνοή
που τρέμει μες σε οξυγόνο λατρείας.

Και είσαι ότι είμαι, που είμαστε
δίδυμα άνθη πάνω σε έναν που λυγάει το αεράκι βλαστό
που μες την ώρα μόνο ηδονής φυτρώνει..

Δεν είναι το τραγούδι μου αυτό που θα ‘γραφα αν ήξερα αλήθεια
τι είναι ο έρωτας..

Δεν είναι οι λέξεις που βρήκα για να πω ‘’δεν φοβάμαι’’-

να ζήσω ή να πεθάνω αφού διήρκεσε επάνω μου το μυστικό
μιας επανάστασης.

Είναι ένας τρύπιος ουρανός που του διαφεύγουνε άστρα
και πέφτουν μέσα σε μία αδιάβαστη
αιώνια θάλασσα.

Τόσο που κάποτε ξέρω
να μην είμαι αυτό που είμαι, γιατί
ένα τραγούδι των ανέμων έγινα..




ΙΒ΄.

Φυλακισμένη μέσα σ’ όλα τα λόγια μου, τις σκέψεις
που στο μυαλό δεν χωράνε

κάνεις τον κύκλο σου μέσα στην τόση μουσική
του ήλιου.

Το σώμα σου σταλάζει της χαράς τις σταγόνες.

Σκιρτάς
σαν ελαφίνα που την μέθυσε ο Βάκχος έρωτας.

Είσαι μια παθιασμένη μουσική
που μαθαίνεται όταν μπορείς να κοιτάζεις
μέσα στα μάτια αγγέλων..

Λυσίκομη, αινιγματική, παντοτινή θεά μου..

Σε βρίσκω μέσα σ’ όλες τις μέρες που χαρά πλημμυρίζουμε

Σε βρίσκω μέσα σ’ όλες τις νύχτες που με άστρα μιλάνε..




ΙΓ΄.


Να σου δώσω έναν ήλιο για νόμισμα, να μ’ ακούς
στον αέρα που μόνος μιλάω
και στο μαύρο της νύχτας σου…

Φιλοδοξώ έναν ουρανό δικής μου έμπνευσης κι έναν μύθο
επίγειο

άνοιξης που έχει τα λουλούδια της πρώτα
μες την καρδιά μου.






ΙΔ΄.

Τα λόγια μου περιέχουν το σώμα σου, νοτισμένα από σένα

Γίνονται μια ομοιοκατάληκτη αγρύπνιας όλης προσευχή που δίχως οίστρο νύχτας πάει
μέσα στο καθαρογραμμένο άπειρο.

Εσύ είσαι μια σκέψη που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε
γιατί την έκανε η μουσική φλογέρα
που παίζει ένα πικραμένο κι ορφανό παιδί
επάνω στο κατάστρωμα ενός πλοίου.

Έτσι που όταν σου μιλώ και τίποτα πια δεν μου κάνει
να σε μαθαίνω όπως το μπορώ εγώ: με στίχους και όνειρα..

Θα σε πάρουν κατά πως φαίνεται τα λόγια , θα σε παν’
στην χώρα των πόθων-

Εκεί που είναι ένα δάκρυ ερωτευμένου το μοναδικό
νόμισμα που τον κόσμο εξαργυρώνει..




ΙΕ΄.

Όταν δεν υπάρχεις δεν υπάρχω, όταν μπαίνεις
σ’ έναν υπερβολικά άγονο άνεμο, όταν
ζορίζεις αφόρητα το παρόν..

Με νικάς κατά κράτος, με λυγίζεις
σαν ένα κλαδί ο άνεμος, σαν
μια ομοιοκαταληξία που με την πάροδο του χρόνου γιγαντώνεται
και το ποιητικό βασίλειό της, μέγα μοιάζει..

Ό,τι είσαι, είναι από αρχαία θεότητα
που μες την παρουσία των νερών ακόμα υπάρχει
και των ματιών της καθαρό ξαναγράφει τον θρύλο..




ΙΣΤ΄.

Ανακατωμένα τα μαλλιά σου-
φεγγάρι κρύβουν που την νύχτα ξεγελά
και πάνω στο κεφάλι σου καλπάζει..

Είσαι η αρχόντισσα των αδιάφορων συναθροίσεων
που γεμίζουν με κέφι την μέρα..

Εγώ μεταπλάθω το είναι μου
σ’ ένα σκληρό αβέβαιο πλάσμα
που θέλει κι άλλο κι άλλο πείσμα για να επιβιώσει..

Και ξέρω ότι μεταγλωττίζεις τον έρωτα
τόσο σπουδαία που να ξαναγίνεται ποίημα
στις σελίδες του αύριο..

ΙΖ΄.

Έλα από το αύριο που δεν θα το ξέρω- έλα
να είσαι των νοημάτων Μαντόνα μου- αγία
που συγχωρέθηκε μες το λαμπρό φεγγάρι..

Και άσε τις σιωπές μου αφρόντιστες, τις σελίδες
μισογραμμένες
με πόθο και θλίψη..

Με πονάει το αίμα των λέξεων, είμαι
το ίδιο τραυματισμένος από λεξιλόγια δόρατα
των αοράτων
μέσα μου
που εδράζονται αποκαλύψεων..



ΙΗ΄.


Θα σ’ αφήσω να μιλάς και να μου μιλάς
θα σ’ ακούω μαθαίνοντας ειλικρινά να σωπαίνω.
Θα παρατηρώ το χρώμα που έχει η φωνή σου
τόσο νεανική που κάποτε η ερμηνεία της γίνεται
αδύνατη, δεν μπορεί φανερώσει
μια ηλικία που ξέρει για τους ανθρώπους η θάλασσα.

Θα σ’ αφήσω να μου μιλάς και να μου μιλάς, θα μαθαίνω
από σένα γινόμενος
άθροισμα από σένα-

Θα γίνω στο τέλος
σαν σπόγγος που ρουφά τους χυμούς των γήινων λόγων σου..


ΙΘ΄.


Όταν θα πάψω να γράφω γιατί θα μ’ έχει δικάσει η ηθική της ανάγνωσης
τότε να ρθεις κοντά- τόσο κοντά όσο ν’ αγαπηθούμε..

Να τυλίξεις τα χέρια σου γύρω μου, τα άσπρα σου χέρια
σαν ρίζες που από μένα απομυζούν
την χημική μου αλήθεια.

Να μου μιλήσεις με λέξεις που έχουνε αίμα,
να πεις αυτά που έχεις κι εσύ.. Μην με βάζεις
κάτω από το μικροσκόπιο- ειλικρινά αντέχω
των λέξεων την πυρά..

Και να μ’ αφήσεις μες το κορμί σου να είμαι σαν μια αντένα
που σε κάνει να καταλαβαίνεις τα αόρατα πιο σωστά..


Κ΄.

Άσε με να σε γνωρίσω, να μείνω μόνος
εγώ με σένα, εσύ με μένα, εμείς
με τον εαυτό του ο καθένας, χωρίς
να μας μιλούν οι άλλοι για τ’ αδιάφορα
σχέδιά τους.

Να σε πάρω από το χέρι και εκεί να βρεθούμε
που ξαφνικά- ενώ χαράζει- μια ποίηση πουλιού
που κελαηδάει ανασυνθέτει το Παραδεισένιο
τοπίο.

Και να σε φιλήσω εκεί που από το παρόν κλέβει ιδέες
το θάρρος του μέλλοντος.

Άσε με να σε γνωρίσω, να πω
ότι τώρα πραγματικά θα υπάρξουν όλα:

Τα όνειρα, τα πάθη, οι πόθοι
και η εκπλήρωσή τους που μ’ ένα ραβδάκι γίνεται
μαγικό της αγάπης..



ΚΑ΄.

Αν όλη η αγάπη γίνεται στο τέλος ποίηση
άσε με να τραγουδώ τα μάτια σου
μέχρι το τέλος της μέρας..


ΚΒ΄.

Μην έρχεσαι κοντά μου με αυτά που ξέρεις- έλα
μ’ αυτά που δεν ξέρεις
θέλοντας να μάθεις
της δικής μου καρδιάς μουσική.

Και όταν θα ρωτάς που σε πάω- εμπιστέψου
το φως

αυτό το πιο λυτρωτικό βασανάκι
που ψέματα δεν ξέρει να μιλά..



ΚΓ΄.

Τα λόγια μου στα λόγια σου
φέρνουν ένα πιο δύσκολο πυκνό συμπέρασμα, μια ποιητική συνουσία
που καταλαβαίνουν μόνο οι εξάρσεις των
θρασεμένων λουλουδιών
που βροντάνε
άρματα πέταλα
θέλοντας να κατακυριεύσουν την μέρα.

Τα λόγια σου
είναι σαν ανεμώνες θαλάσσιες, εκεί, στα ρηχά
που εξοκείλει ο πια σαραβαλιασμένος μύθος
του καλοκαιριού.

Τα λόγια σου
σαν ρόγα σταφυλιού σφιχτή και άτρωτη
που την θέλουν πουλιά και με στήθος παρθένας μου μοιάζει

καθώς την παίζει ζάρια και ιριδισμούς το πιο γεμάτο
φως..


ΚΔ΄.

Τα επίθετα σφυρίζουν πίσω από τις αντωνυμίες:

εγώ που σ’ αγαπάω – εσύ
που είσαι μια νεράιδα που την έχει η βροχή καμάρι.

Η γραμματική μου ακυρώνει τον χρόνο..
Δεν σε φοβάμαι
όπως αγκυλώνεις το σώμα μου, καυτά να τρέξουν δάκρυα,
σαν το ρετσίνι σ’ έναν δέντρου κορμό.

Και με τα τόσα πνεύματα που καταργήθηκαν για να επιβιώσουν
μέσα σε ένα άλλο παρελθόν
φτιάχνω μία τριήρη, ένα κοίλο καταφύγιο
να πλεύσω αλλού.

Τα επίθετα σφυρίζουν πίσω από τις αντωνυμίες:

Εγώ, ο απλός θεατής του όμορφου κόσμου
κρατώντας μες τα χέρια μου ένα φως που σταλάζει
και πάνω στην σελίδα μου με μουσική
αόρατη γράφεται…


ΚΕ΄.

Για το χατίρι σου
ανάβουν ομοιοκατάληκτα τριαντάφυλλα, τα πρωινά ενστερνίζονται άνεμο, οι γούρνες
συλλαβίζουν νερά που κυλάνε.

Για τα χατίρι σου
το τοπίο γράφεται πράσινο, οι χρόνοι καταρρέουν, τα φυτά
εξάπτονται και η μέρα
προχωρά αέναα γαλάζια ή πιο γλαυκή
στην άκρη που την τρώει λίγο λίγο ο ορίζοντας..

Για το χατίρι σου
πεισμώνω και γίνομαι άγρυπνο αγρίμι που δαγκώνει..

Για το χατίρι σου
οι περιουσίες μου είναι
στάχτη στην στάχτη που απώλεσα
όλο το βιός μου μέσα στων ματιών σου την λαχτάρα..



ΚΣΤ΄.

Δος μου ένα φως αγνό που να εξηγεί τον μύθο
κάθε λουλουδιού μέσα στην μέρα..

Αφιέρωσέ μου του λευκού γιασεμιού το χρώμα, την υπεροψία των πουλιών

Τον άνεμο που καταφέρνει να πυρπολεί την καρδιά των λευκών σελίδων μου.

Άφησε το ψηφίο ένα να γίνεται ψηφία πολλά, να γράψει
σ’ αυτόν τον ψηφιδωτό χρόνο μια ιστορία επική
του ανθρώπου.

Άσε με
να ελπίζω πως θα μου γίνουν οικεία όλα
τ’ απόκρυφα βιβλία της αστερόεσσας θάλασσας.










Τα λόγια σου είναι η θλίψη μου, είναι η μελαγχολία του πικραμένου μου λόγου.

Τα φέρνεις κοντά μου όπως ο λίγος αέρας τα φέρνει, τα πυροδοτείς, τα γεμίζεις

μπαρούτι των άστρων και μέσα στην νύχτα μου σκάζουν

σαν όμορφα βεγγαλικά που με κάνουν να απορώ

πώς δεν τελειώνει ποτέ αυτή η ώριμη νύχτα..

22 Μαρτίου 2016

Ξημερώνει..




Βιαστικό αεράκι και ύπνος ξιφήρης κάπου πιο πέρα
απ' τις πικροδάφνες, πίσω απ' το τζάμι που η νύχτα καθρεφτίζει
ένα αστέρι και έναν 
καημό.
Μαγεία του ουρανού, κόλπα απίστευτα, γεμάτες
μπαταριές κάπου εκεί που τα μαστόρια τ' ουρανού αντιπαραβάλουν
μνήμες μιας άλλης εποχής με την πεζότητα των πάντων.
Ενός ποιήματος η θάλασσα
μπερδεύει του στίχου τον παφλασμό με την μπέσα της μέρας.
Ησυχία γύρω.
Ξημερώνει…

21 Μαρτίου 2016

Πολλά χιλιόμετρα στους δρόμους των πόλεων


Ένα βάρος επί των τροχών κι η μέρα αλλάζει ύφος
Θαυμάζει την βλάστηση της Βουλγαρίας
Της Βουλγαρίας που είναι ένα πείσμα κάποτε ξεθυμασμένο
Της Βουλγαρίας που είναι οργή που καταπνίγηκε
Κάτω από το φύλλωμα των δέντρων-
Από το άλφα της κι ως το Οryahovo
Στο ποταμόπλοιο που γέρασε να νταλίκες σηκώνει
Γαλαντομώντας με τον ποταμό που παραλήρησε από πληθωρικότητα
Ακούγονται τα ωδικά βατράχια
Ξεκούρδιστα ως την Δευτέρα Παρουσία-
Ένα κουάξ μονότονης επιμονής.
Μετά είναι τα φτωχικά χωριά της Ρουμανίας
Χωρίς ηλικία χωρίς νιάτα χωρίς συστολή
Της ώχρας έργα και της νύχτας.
Γέροι που στέκονται στα πεζουλάκια της αυλής
Γριές ορμέμφυτες χωρίς θηλυκό πάθος
Παιδιά αδύνατα σαν τα ξερά καλάμια..
Φτωχικά όλα σαν σωπασμένα βιολιά..
Στα τελωνεία τρίζουν τα κόκαλα του συστήματος
Ο υπάλληλος λίγο μορφάζει
Και ζητά κατιτίς να αυξήσει το έχει του..
Δεν θα τελειώσουν τούτα τα μπαξίσια..
Πολλά χιλιόμετρα στους δρόμους των πόλεων
Ταχύτητες μες το κορμί της εξοχής.
Κάπου εκδίδονται κορίτσια
Αδιάντροπα, σε μέρη απόμερα που βιαστικά θα προσπεράσεις.
Η Ουγγαρία περιμένει ανάσκελη σαν μια γυναίκα ερεθισμένη
Τακτοποιημένη σε όλα μέχρις απιστεύτου-
Σπίτια γρασίδια κήποι δρόμοι φανοστάτες
Παραταγμένα σε μεγαλειώδικη σειρά.
Το μεροκάματο έγινε λήθη της χαράς γαμώτο·
Μόνο τα πόδια μου πια ξέρω που δεν λαχταρούν να τρέξουν
Όπως που ζούσα κάποτε για να στο τιποτένιο της ζωής
την ποίηση της νιότης αντιπαραβάλλω..
3.5.2012 Βουδαπέστη..

20 Μαρτίου 2016

ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ..



Την ύλη τρώει η ύλη-          αλλά
   στα βαθειά των αποκαλύψεών της
      εκμυστηρεύσεις πεταλούδας ταιριάζουν
          ψυχής.
              Σαν να μην μπορείς να εξηγήσεις κιόλας
                 το ελαφρό της πετάρισμα
                      προς το άπιαστο.

Θάλασσες
  ανταμώνουνε τις θάλασσες-
     μαγεία γεμάτες
         κάτι απ’ τον βυθό τους υποψιαζόμαστε
            γραμμένο
               σε βότσαλο εξαγνισμένο
                  σε έρημο ακρογιάλι-

Τοπία ωκεανών,
ζούγκλες παρθένες,  απάτητες
δυσκολεύοντας με το σκοτάδι τους την εξιχνίαση-
το πένθος όλο στα βαθειά κρύβεται
των μυστικών του πόντου.

Και αρδεύω με δροσιά βγαλμένη από όστρακο ανεστραμμένο
τα όνειρα
                                    μοσχοβολάνε τώρα
                                       εσύ ξέρεις από τάξη ανθρώπινη αλλά ξέρω κι εγώ
                                           άσπρα μαύρα γράμματα        
                                            κεφαλαία των πόθων γεωγραφία.

Πάλι θα είσαι εδώ
             που αρχίζουνε οι ανεμώνες της θαλάσσης πάνω στα έξω βράχια
                 να σαλεύουνε αργά με το λιλά της αμεριμνησίας τους   
                      μηνύματα όλα-

Επικοινωνίες του γαλαζοπράσινου         
καθώς ο ουρανός σου
   αποτυχημένος μάγος
      αρνείται να σε πάρει ακόμα στα βαθειά

φτιάχνεις λίμνη από πρωτόγονα δάκρυα
και χορταίνεις ολοένα με περισσότερες λέξεις…                       3.1.2008

Άνοιξη…




Για την άνοιξη δέος μέσα στα στιλπνά φυλλώματα, καθώς
Ο δεκαπεντασύλλαβος των χρωμάτων γελά και παίζει
Ανταύγειες κάτω από του ήλιου την συντυχία.
Αμάραντο έπος που αναγεννά της γλώσσας το κλέος όταν
Κραυγή είναι το κάθε λουλούδι και κραυγή
Ο πόθος που έχω και έχεις.
Νυχτώνει αργά.
Τα άστρα χαράσσουν πορείες γεωμετρικής φαντασίας στον ουρανό.
Μετράς και όλο λείπουν – κι ευτυχώς- τα αργύρια.
Η ποίηση είναι σχεδία τόλμης για να διασχίσεις τους απέραντους ωκεανούς.

19 Μαρτίου 2016

Ειδομένη…




Δοκιμάζουν τα ψηφία να αψηφούν τον Θεό·
Δοκιμάζουν οι αγχόνες να αμφισβητούν τους λαιμούς μας-
Ο θάνατος δοκιμάζει να μας αμφισβητεί· στην Ειδομένη
Στον σταθμό του φανερωμένου Πουθενά, εκεί που σμίγουν
Οι ατασθαλίες των πολιτισμών με τον πόνο των αθώων, στο ρήμα
Ενός κόσμου που φρίττει από θράσος και έγκλημα, κάτω
Από τον ουρανό που σκυθρωπάζει, την ώρα
Που ένα παιδί διαβάζει όλο το αίμα της δικαιοσύνης που δεν θα υπάρξει- κι εσύ
Συλλαβίζεις την ασυδοσία του πολιτεύματος που κακουργεί κάτω απ' την μύτη μας, ω σύνορο
Που πρέπει να σπάσει, ω βρωμερή μιζέρια ενός ντουνιά που κλέβει τις καρδιές εκείνων που δεν έφταιξαν, ω περόνη
Του καημού για ν' ανατιναχτεί ολόκληρη η πατρίδα- αφού
Πατρίδα δεν είναι τίποτα άλλο πια
Εξόν από μια θέση κάτω από τον ήλιο…
Τοίχος που ορθώθηκες όταν από ντροπή πέσανε όλα τα άλλα,
Ειδομένη τσεκούρι οξύ, ελληνική μεγαλοθυμία και ευρωπαϊκό
Μένος,
Θάνατε με πόδια πληγιασμένα, κλάματα
Παιδιών, αισχύνη του ανθρώπου και
Μπαλωμένο ρούχο της ηθικής μας· υπάρχει
σε σένα ένας έρωτας που είναι η ζωή κι ευτυχώς
Υπάρχει μια φωνούλα παιδιού που καθαίρει όλα τα ανομήματα και σβήνει την οσμή του κακουργιοδικείου, ω Ειδομένη
Χνότο καυτό στο τζάμι που δυστυχώς δεν υπάρχει, πιτσιλιά
Αίματος από πυροβολισμό που δεν έσωσε
Κανενός τον εφησυχασμό,- είσαι
Η Αμφισβήτηση που δημιουργεί ολοκαίνουρια μοίρα
Των αδυνάμων..

Ο φίλος.




Είχα έναν απέραντο φίλο από εναγώνιο άστρο.
Οι δαγκάνες των ματιών του τυραννούσαν την αλήθεια.
Μέσα στην χημεία του λόγου υπέφερε
τόσο πάθος.
Ο πόνος τον κούρασε.
Στέγνωσε το αίμα του-
Πάνω σε τόσες σελίδες,, σχέδια
Περίτεχνα μουντζουρωμένες.
Αγαπούσε τον Σεπτέμβρη..
Γέρασε μέσα σε μιαν ιδιοτέλεια ολότελα των ανθρώπων που τον μίσησαν
Πάνω σε έναν οβολό
Για την αθανασία..
Στα νιάτα του βουλήθηκε να φτιάξει ένα αστείο για δική μου έκπληξη..
Πυρπολήθηκε λοιπόν περιχυμένος από εύφλεκτους λόγους..
Άκουσα την σάρκα του να τσιρίζει φωτίζοντας
Καγχαστικά την νύχτα…
Χωρίσαμε μετά…
Υπόγειοι σιδηροδρομικοί σταθμοί για υπόγειους
Ανθρώπους.
Η ζωή μου έγινε σβηστήρας..
Τόσα λάθη!
Άκουσα να τρελάθηκε φωνάζοντας «Αμήν!»
«Αμήν!»- Το αίμα του
Είχε πιει πολύ μελαγχολικό ουρανό και είπαν μελάνιασε καθώς
Τον κέντησαν με την λόγχη
Για να πιστέψουν στο θάρρος του!
Αυλίδα 1983

Γονιμοποίηση…




Περνάει η νύχτα και είμαι ξάγρυπνος·
Θετικά είναι τα άστρα και αρνητικά είναι
Τα αισθήματα· κωφεύω μες το πουθενά
Μια σκέψης που δεν καταλήγει σε ευδόκιμα συμπεράσματα· αν 'ρθεις
Απόψε πίσω απ' τις βαριές κουρτίνες, την φωνή
Του ουρανού που παραμένει οξύτονος, την μουσική
Που δεν φλυαρεί και καίρια στοχεύει- αν 'ρθεις
Απόψε πίσω απ' το επαρχιακό σου μικρόφωνο, θα σε δεχτώ
Όπως μια μέλισσα την θέλει πάντα το άνθος, για να μπούνε 

σε πορεία καρποφορίας τα φυτά κι ο κήπος να γεμίσει
ωδικά πουλιά και αγάλματα ωραία ελευθερίας..

18 Μαρτίου 2016

Είσαι…




Είσαι ψυχή καλοκαιρινή, λινό μπλουζάκι κοντομάνικο
κέφι ανατιναχτό˙
είσαι η εξουσία της μέρας, το γεμάτο πιάτο
το καλλικέλαδο κρασί και ο πουνέντες˙
βρίσκεσαι μέσα σ’ έναν συλλογισμό μου
από νερένιο βίο κι απλομυριστό σαπούνι-
παρουσία ανοιξιάτικη
φρέσκια νυχτικιά βγαίνοντας στο μπαλκόνι να ποτίσει
τα γλαστράκια της.
Η ώρα καθίζει στο απόγευμα απαλά
πίνοντας απ’ το φλιτζάνι του καφέ σου-
ο ήλιος βυθίζει:
ένα τοπίο μνήμης πίνεται απ’ το μέλι του δειλινού˙
στέκεσαι όρθια
κρατάς το φως του κόσμου:
ένα κοντάρι νικητήριο…
24.4.1983
Αυλίδα

16 Μαρτίου 2016

Των αισθημάτων απόληξη…


Ήρθα ως την μελαγχολία σου, πρόθυμα, τονίζοντας
τον εσωτερικό σου αναβρασμό.
Και μου παραδόθηκες : σαν πνεύμα, σαν 
ύλη φθαρτή, σαν
φιλί που δεν ξεθυμαίνει.
Ακόμη θυμάμαι το αγκίστρι του πόθου σου. Νύχτα
και έκαιγες σαν οπτασία που δεν συλλαμβάνεται..
Φωνήεντα δισταγμού ακινητούσαν τον χρόνο· ήσουν
φιλόδοξη
να πιάσεις την ειμαρμένη αδιάβαστη.
Όπου κι αν είσαι, σε ακολουθώ, ξέροντας
ότι ο πρίμα άνεμος φωλιάζει πάντα στην καρδιά σου..

15 Μαρτίου 2016

14 Μαρτίου 2016

Προσπαθώ να προσπαθώ…


Γυμνάζω τις αισθήσεις μου να είναι λεπτές και αιθέριες
όπως ένα βελούδινο άγγιγμα επάνω στην επιδερμίδα, όπως μία αγαπημένη φωνή
μέσα στον ύπνο- και προσπαθώ
να προσπαθώ, να μην εγκαταλείπω την σημαία του ήλιου
στα φουσάτα της νύχτας- προσπαθώ να αθλούμαι στην τάξη του αυθόρμητου,- ξέρω
ότι πίσω από τα πράγματα ζητώ μια ειλικρίνεια που έρχεται σαν επίχρισμα επάνω στον χρόνο που είναι αινιγματικός και μας απορροφά, καταστρώνοντας
σχέδια που δεν είναι δικά μας..

Η λύπη…




Δευτέρα όπως μηρυκασμός της αιωνιότητας
Πέφτει ολόβαρη μες το δισάκι των ανέμων
Ένα ψιχάλισμα ακινητοποιεί την φαντασία
Την ώρα που τα δέντρα γυαλίζουν σαν λαχανιασμένα τρόλεϊ
που ανεβαίνουνε την Πανεπιστημίου
Συντηρώντας τον μύθο της πρωτεύουσας.
Ο ουρανός απαγκιστρώνεται από τον ύπνο
Η σκέψη σκέψη άγουρη μένει
Μόνο τα όνειρα ωριμάζουν και μας βάζουν στην ιστορία απ' την κερκόπορτα
Αλώνοντας την λύπη που θα παραμείνει βασιλεύουσα..

13 Μαρτίου 2016

[Μυστικά στέργει να ομονοούν τα αντίπαλα ο Θεός!]



Τρέμει ένα λουλούδι μες τον αέρα.
Η γυμνή φλογέρα του αφήνει το λυρικό πάθος της να πλανιέται πάνω στα άοκνα χρώματα των πέταλων.
Μωβ, κίτρινο ροζαλί άλικο κόκκινο.
Των εντόμων η ταξιαρχία που ξέρει
Αγαπά να πλησιάζει την όψη του. 
Μυστικά στέργει να ομονοούν τα αντίπαλα ο Θεός!

Έμπεδο πάθος

Να το διαβάσετε γιατί είναι ο κόπος μου.
Να το διαβάσετε γιατί θα χαρώ.
Ανοίξτε τον σύνδεσμο..
Είναι e-book.
Ευχαριστώ!

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου