μπαμπάκι υδρόφιλο τσιγάρο εθιστικό
κομπολόι ρητίνη άτσαλο χτύπημα της χάντρας
απόγευμα πίνω καφέ και αφήνω
το μυαλό μου να ησυχάσει
μπροστά μου μια μουριά πλατιά στιλπνά τα φύλλα της
με χρέωσε η ομορφιά οδύνες
Σαββάτο των ευχών σπιθίζει η φαντασία μου
φωτίζομαι από κει που δεν το περιμένω
εγκαύματα επάνω μου οι στίχοι
τα ποιήματα λειτουργούν μέσα μου διακαώς
κολλώ σε κάτι νότες που σηκώνουνε όλη την μουσική- πώς να το πω;
σύμπτωμα ο Χρόνος και βουλιάζω εθελούσια
αχθοφόρος της μοίρας μου μπορώ ένα επιφώνημα που με τσακίζει
μεσολαβούνε διαφάνειες που είναι του εαυτού μου οι εγωισμοί
δεν ψεύδομαι πουθενά ομολογώ και κείνα που πονάνε
σφραγίδα βάζει η ώρα επάνω στα γραφτά μου
ο Οκτώβριος νουθετεί την εγρήγορση
τήλε η έμπνευση και πώς τηνε μαζώνεις;
γερνάει κι η Δύναμη κάπου ακούω την ανημπόρια μου
βάζει τρικλοποδιές στα σωστά μου
γλυκόλογα να μην μου φύγει το απόγευμα
χρυσός ήλιος λιακάδα επική
Ελλάδα ζόρικη κι Ελλάδα γκρεμισμένη
πλάθουν τα χέρια μου και το κερί και τον πηλό
χλόη γεμίζει το στόμα μου λαλώ την Μικρασία
α ρε παππού πώς μου έφυγες προτού να σε χορτάσω!
μες την ανάμνησή σου τριανταφυλλίτσες όπως έλεγες και λεμονίτσες δίφορα ελπιδοφόρες
σώμα του φθινοπώρου λαγαρό και εύχυμο
ανοίγει δρόμο μες το στέρνο μου και με μπολιάζει με εκείνα τα ωραία μπόλια σου οπού κρατούν στον νου μου ακόμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου