Οι καιροί
που με πλήγωσαν, οι μιαροί καιροί
μάτωσαν
την ψυχή μου, μαζεύτηκα
σε μιαν
άκρη,
σαν
πληγωμένο ζώο
ανάσανα
σαν
στον μοναχικό μου οίκο
ιδρώνοντας
αίμα,
κι
ερωτευμένος αεί-
Αλλά
κι εσείς
πρέπει
να με δεχτείτε
έτσι,
λυπημένο
που
αξιώνομαι
ιδέες
κυανές-
Άστο
το μυαλό μου να περιπλανιέται
άσωτο
μες
τους απώτατους ουρανούς
μια
θέληση έχω
φωτιάς
πουθενά
δεν ανήκω
έκλεισα
όλες τις ρωγμές
συμπαγής
είμαι λίθος
μιας
νότας
είπα
και έγραψα
ξενύχτησα
πάνω στο κρύο σεντόνι
του
ξενοδοχείου
μ' έναν
φακό γράφοντας
όταν
οι άλλοι κοιμόνταν
και
'γω συνέφερνα τας φρένας μου με την Σύλβια
να
με πλησιάζει
αυτοκτονική
και
θέλοντας να μου ξομολογηθεί
όσα
δεν είπε
ποτέ
σε κανέναν
κι αφήνοντάς
μου δώρο μια θλίψη
του
βλέμματος
που
την ανέσυρα
ως
την αυγή
όπως
μια βάρκα
από
την ήσυχη θάλασσα
και
πάταγα το μουσκεμένο πόδι μου
στην
άμμο
όπου
ο κάβουρας πριν λίγο αράδισε
τεντώνοντας
τις απειλητικές δαγκάνες του
ως το
άγνωστο μέλλον..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου