Τι ενέπνευσε την νύχτα, μπορεί το φεγγάρι, μπορεί των
δέντρων οι ψίθυροι, τελειωμένες
υπεκφυγές μες τον αέρα που ξεψυχούσε
υπεκφυγές μες τον αέρα που ξεψυχούσε
σκαρφαλώνοντας στην πλαγιά που του χιονιού η δριμύτητα
βαρούσε
το ταμπούρλο της να γίνει απρόσιτο το όποιο ύψος.
το ταμπούρλο της να γίνει απρόσιτο το όποιο ύψος.
Τα σπίτια χαμήλωσαν σαν λιλιπούτεια μανιτάρια.
Ακούστηκε η καμπάνα- κάποιος θα πέθανε.
Πώς αφήνεται μια ψυχή να ταξιδέψει μες το Πουθενά;
Πώς αφήνει μια οσμή από θειάφι να προδώσει την τελευταία της
πίκρα; Δες
που στα συρματοπλέγματα των χωραφιών, κάτι κουρελιασμένα
ρούχα από τον καταυλισμό των τσιγγάνων
βαράνε τον συναγερμό τους- όταν και τ' άστρα τότε ψήλωσαν,
όταν
και οι γεωμετρίες συναντήσανε τις άλγεβρες κι ο ουρανός,
για τα λίγα που προσδοκούσα απόψε, εκάμθη..
2 σχόλια:
Η ώρα δώδεκα το μεσονύχτι ψάχτηκα και βρέθηκα μόνος.
Κ’ εσύ που ήσουν;
Με γεμίζει ο πόνος του άδειου ορίζοντα!. SP
..έτσι ρώτησα κι εγώ την Ελπίδα
και μου απάντησε:
- ...δίπλα σου,
μα δεν με βλέπεις...
Φιλί βροχερό,
Υιώτα
Αστοριανη,
ΝΥ
Θα έρθει (δεν μπορεί...) η Άνοιξη σε λίγο, θα χαρούμε το φως, τα λουλούδια, των πουλιών τις φωνές, την λιακάδα..
φιλιά!
Δημοσίευση σχολίου