θρήνο που αναγγέλλουν τα δάχτυλά μας πάνω στα μάρμαρα απ' τα μνήματα!
χλόη ιδρωμένη και χώμα υγρό
εκπλήσσει την λιακάδα και ζητά να επεκτείνει το φθινόπωρο. θόρυβος
της αυγής, τρελό αεράκι
που μπατσίζει τα φυτά και στων κυπαρισσιών την παρρησία
μιλά με θράσος και ευχέρεια.
να μου χαθείς θάνατε που σε ξορκίζω
με ποιήματα και με φωτιά, αφήνοντας
τον νου μου να αγριέψει, ενώ εσύ
τοκογλυφείς επάνω στην ζωή και καταστρέφεις!
νύχτωσε. δύο δεκοχτούρες μπήκαν μες το πεύκο να κουρνιάσουν. ένας
κοκκινολαίμης τρύπωσε μες την μουριά. ωραία που είσαι ζωή! ωραία!
στην γκιλοτίνα του σκότους οι ίσκιοι αποδεκατίζονται. απορροφά η σιγή το μπάχαλο της μέρας.
μια λεπτεπίλεπτη ανάσα μπάζει το τοπίο στο κλίμα: στον ύπνο είναι το όνειρο, στον ύπνο η ελπίδα ολονών μας!
κρύβω τα λόγια μου και το μολύβι μου που γράφει ακόμα σκέπασε την οικουμένη. είμαι ένας σκλάβος που ζητά ελευθερίες. είμαι ένα ανυπόδητο ποδάρι που ζητά να τρέξει.
προς τον παράδεισο!