...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

29 Φεβρουαρίου 2020

Μείνε αθώος και πολέμησε!



Ποιά είναι η γη και από πού φωτίζομαι, ποιός παίρνει
Φαλάγγι τα νησιά και κόβει και
Ράβει όπως του γουστάρει;
Έχει κρηπίδες ο ουρανός και τις ληστεύουνε
Κάποτε θα λογοδοτήσει ο κάθε τσαρλατάνος
Γαντζώσου απ’ το Δίκιο, ωραία
Μείνε αθώος και πολέμησε!



27 Φεβρουαρίου 2020

Φάσμα…


Τα άλλα που είδα ήτανε πάντα μια υπόσχεση που δεν τηρήθηκε· σχεδόν
οι ποταμοί μου στερέψανε,
Άλλαξε βλέπεις κι ο κόσμος, απόκτησε
αγκάθια ο περίγυρος
Ανατραπήκαν όλα στην πλάστιγγα, φυσάει
αέρας που ξεριζώνει τα πλακάκια
Ξεδίπλωσα τα εσώψυχά μου και σιγά που κατάλαβαν
Οι πολλοί- γέμισε κάκτους το τοπίο.
Στο ψαχνό βαρέσανε όλοι· είναι
το κέρδος πολύ και τρελαίνεται ο άνθρωπος
Τον συνεπαίρνει η απληστία.
Τα λουλούδια μου αφήσανε την μελωδία τους να σβήσει-
Λυπημένα τράβηξαν κατά τον μαρασμό.
Τώρα συλλογιέμαι πράγματα λυπηρά, καθίζω
Σε μια πεζούλα του ουρανού και κοιτώ που στερέωσα
ένα τρεμούλιασμα, το μέσα μου, μέσα στα έξω κολαστήρια-και έγινε
Φάσμα η ζωή, οδύνη…

Έρωτας για εσένα και για τις πατρίδες!..


Έτσι ξαφνικά είμαι στους ήχους ναυαγός και με μαστίζει η κυκλοθυμία μου.
Ναυπηγεία τριηρών χαμογελούν στα αρχαία τοπία και καθέτως τα κατάρτια σημαδεύουν τον πόντο τον γαλανό.
Η μέρα ευθυγραμμίζεται με του Φλεβάρη τα λοίσθια.
Κάτι ιερογλυφικά του ουρανού σε ξέρουν και σε αποσιωπούνε
Κόρη μελαχρινή που στα παράφορα με πήγες!
Είναι τα έτη τα δύσκολα, πολλοί ξενιτεμένοι και λιγόστεψαν για να συρρικνωθούν οι πατρίδες.
Να ομονοήσουμε πρέπει να μείνουμε προσκολλημένοι στο όμαιμο
Φτηνά θα μας διδάξουν πως αξίζει
ο φόβος που μας σπέρνουν -αλλά δες
Εμείς έχουμε μια συναίσθηση ότι η γη μας είναι ποτισμένη
με αίμα και πολύτιμη
Φαντάζει πάντα μέσα στους αιώνες!..

26 Φεβρουαρίου 2020

Δεν διηγούμαι τίποτα άγνωστο, όσα λέω τα ξέρεις:


Αυτούσιο το σώμα πεθαίνει της λεβεντιάς.
Τι πρεσβεύει η αμνησία των φαινομένων;
Πώς θα ξανααγαπηθούμε;
Δεν διηγούμαι τίποτα άγνωστο, όσα λέω τα ξέρεις:
Είναι η ιστορία μου μέσα στην ιστορία σου, ένας συγκερασμός
Παλιόπαιδο να έρθει στο παλιόπαιδο και όλα να τα αναστατώσουν.
Περίεργος να μάθω απ’ όλα.
Με πονάς πολύ και δεν το αντέχω πατρίδα.
Η βάρβαρη εξουσία σου δαγκώνει και νιώθω την λύσσα της
Να μην αποστομώνεται.
Κελαηδήσαμε σε όμορφους κήπους.
Είχαμε τύχη να χαρούμε οριστικά.
Στα πνευμόνια μας μπήκε ευφρόσυνος αέρας.
Σφυρίξαμε μέσα στην ερημιά και στείλαμε
Στίχους βεληνεκούς σαν βλήματα
Τροχιοδεικτικά μέσα στο οικουμενικό χωράφι, το άσπαρτο.
Τώρα σε πιο παράξενες γονυκλισίες.
Σκορπούμε βλέμματα τριγύρω που θεριεύει ο ποταμός
Της λύπης μας.
Παντού, όπου πέθανες, θ’ αναστηθείς όμως!
Έτσι ο αγώνας μας- και να χαθείς
πάλι εδώ, σε κάποια μνήμη, θα γυρίζεις!
26.02.2020

24 Φεβρουαρίου 2020

Επίτηδες η σιωπή και ανοίγει ο ήλιος τα θαλερά κιτάπια του.




Επίτηδες η σιωπή και ανοίγει ο ήλιος τα θαλερά κιτάπια του.
Βήχει μέντα ο άνεμος. Ένα κοτσύφι ραμφίζει το μέγα το έλεος.
Ξημέρωσε μια θαυμαστή Δευτέρα.
Στα πληκτρολόγια πήραν φωτιά τα νοήματα
Ένα φλουρί ηλιαχτίδας έπεσε μες τον κάμπο
Μια ανεμώνα πήρε κι άναψε
Ο κόσμος από την αρχή εκλωνίσθη᾿..




23 Φεβρουαρίου 2020

Ο έργω καθαρτήριος…


Φωνασκία στο κενό διάστημα του πρωινού,
Ο Φεβρουάριος παράξενος επαναστάτης λυγίζει
σίδερα και χαλνάει τις μουσικές
Λίγο παραστρατώ και λίγο είμαι ικέτης της προσευχής
Ξυλοκόπος που κεντά το κορμί των δέντρων και αφιερώνεται
στην ευωχία του όρθρου
Ξέρω και δεν ξέρω, πάντα
με τα αντίθετα περπατώ
Απέναντι σε κάθε αδήριτη υποχρέωση
Έχω πλήθος μέσα μου, με δονεί
Ο ρυθμός της σελήνης.
Κραυγάζει ο ντουνιάς στα στιχάκια μου
Κι όμως είμαι εγώ με τον εγωισμό μου
Ο φλύαρος ο άτσαλος ο αλλοπρόσαλλος τόσο.
Φανερώνομαι κι εξαφανίζομαι
Γράφομαι και σβήνομαι, σαπουνίζω
Τα βρώμικα εντόσθια των τάχαμου ιδεολόγων!

22 Φεβρουαρίου 2020

Της εικόνας αυτό…





Ψυχοσάββατο…

Ουδέτερο είναι το φεγγάρι στους πόνους μας·
δεν συμμετέχει στα δράματα· και το πρωί
Οι κελαηδισμοί των πουλιών ανοίγουν ένα παράθυρο
Στον ουρανό.

Βλέπω ψυχούλες που χάθηκαν, μου γνέφουν
Αφήνοντας τον πόνο τους να φαίνεται
στα μάτια: τόσοι καημοί!

Στο κοιμητήριο ψιχαλίζει συμπάθειες
Και λιβάνι γανώνει τα νύχια του Χρόνου τα εκδικητικά.

Κι εσύ που έφυγες νωρίς πάλι εδώ είσαι
Σε νιώθω ανάμεσα στα πράγματα-
Μιλάς και είναι αλλιώτική η επικοινωνία
Σωπαίνεις και τι θα έλεγες καταλαβαίνουμε
-παντού καημός!







Εικόνα η πρωινή
Ή
Το ιδεατό ψιχαλισμένο μου οπλοστάσιο…

Κάθετο μυστικό της βροχής
   Φτιάχνει τον μύθο του σέρνει τον μύθο του
Φλυαρώντας πάνω στα ήσυχα φυλλώματα
   Δρεπανηφόρο.

Όταν ξημερώνει, το κρύο εξανδραποδίζει τα χωριά
   Ο ουρανός είναι ικανός για τα πάντα-
Παίζονται δράματα που δεν τα κατανοώ και τα κατανοείς
   Ό,τι είναι χαμός είναι μια επικείμενη Ανάσταση
και όχι μόνον…


Κράτος που έχει το φρικτό!..

Άλαλο, ούτε πονηρό ναι, το Αόρατο
Κλείνει μέσα του πάθη, ιεραποστολικές συναντήσεις, συνταρακτικές βουλές
Κινά από το αμυδρό και όλο ογκώνεται
Σαν ένας μάρσιπος βαθύς που θα μας χωρέσει.

Τις άλλες μέρες, εγκαταλείπουμε το φως και ζητάμε το κυανοπώγωνο σκοτάδι
Αποφλοιώνουμε την υγρασία και τσατίζεται ο Φεβρουάριος
Γράφουμε και τα σβήνουμε με την ορμή της αστραπής
Ενώ μπουμπουνίζει λόγια και ξεθυμασμένα ολοστρόγγυλα αισθήματα…





Της εικόνας αυτό…

Διψαλέο φωνήεν το είναι μου
Σώνει την ιλαρότητα του μεσημεριού

Αναμετριέμαι με την Αντίφαση και νικάω
Τέτοιος ο κόσμος ο μέσα μου

Εκπέμπει διθυράμβους που κλονίζουν τον αέρα

Την ώρα που ο οκνός τελάλης του κάμπου
Διαλαλεί πραμάτειες και ιδέες παρωχημένες…




Ψυχοσάββατο…


Ουδέτερο είναι το φεγγάρι στους πόνους μας·
δεν συμμετέχει στα δράματα· και το πρωί
Οι κελαηδισμοί των πουλιών ανοίγουν ένα παράθυρο
Στον ουρανό.
Βλέπω ψυχούλες που χάθηκαν, μου γνέφουν
Αφήνοντας τον πόνο τους να φαίνεται
στα μάτια: τόσοι καημοί!
Στο κοιμητήριο ψιχαλίζει συμπάθειες
Και λιβάνι γανώνει τα νύχια του Χρόνου τα εκδικητικά.
Κι εσύ που έφυγες νωρίς πάλι εδώ είσαι
Σε νιώθω ανάμεσα στα πράγματα-
Μιλάς και είναι αλλιώτική η επικοινωνία
Σωπαίνεις και τι θα έλεγες καταλαβαίνουμε
-παντού καημός!

21 Φεβρουαρίου 2020

Ετούτο το μηδενικό ψηφίο της αγνότητας που εκλείπει

Ετούτο το μηδενικό ψηφίο της αγνότητας που εκλείπει
και
το αναζητούν οι παθιασμένοι της
με μανία
Λάκκος να πέσεις μέσα τα σημάδια του
Δεν ωφελούνε,
Όλο το σκηνικό προδίδει παραπλάνηση
Και κούφια ρητορεία
Παράξενη μανία η Ποίηση: πότε βαθαίνει πότε ξενερώνει
Και την τοποθετείς ψηλά, σαν μια εικόνα
που πίστεψες θα σου σταθεί
Στον πόνο και στην λύπη
Αλλιώς φυσάει ο αέρας και αλλιώς τα φύλλα παρασέρνονται
Πάνω στα λασπωμένα πεζοδρόμια
Και μέσα σ’ όλα να ‘χεις ν’ αντιμετωπίσεις και ανθρώπους γύρω σου
Που είναι κοντά σου κι ανθρωποφαγώνονται -
Παντού χαμός!

19 Φεβρουαρίου 2020

Η Τετάρτη που δεν μας έσωσε και η πόζα των ουρανών…


Μπαρουτοκαπνισμένο το φως και ανέρχεται καταλαμβάνοντας
Σιγά σιγά την γαλήνη.
Το πρωινό μας πλήττει θανάσιμα,
Δεν μας σέβεται όπως η νύχτα, απλώνει
πάνω μας τα δυνατά νύχια του και αφήνει
Την φαρέτρα του κάπου σιμά
Γύπας που ψάχνει για τροφή.
Κάπου νικά και κάπου σφάλει.
Ο μήνας έχει αντιρρήσεις, καθαρές
Αποσκιρτήσεις από την αιωνιότητα,
ένα τσούρμο από αγγέλους χάνεται στον ουρανό που ποζάρει
Σαν παλιός μάγος να δείξει την χάρη του.
Μέλισσες σαν τυφλές έρχονται
Πάνω απ’ τα λουλουδάκια τα αβρά·
ένα γεράκι φτερακίζει αποφασισμένο·
λιακάδα κραταιή, μια υψιπέτεια και πόζα του εγωισμού μας.
Χτίζει ο γεωργός της άνοιξης με τα υπάρχοντά του
Το υποστατικό που αξιώνεται τον ελαιώνα.
Κι η θάλασσα
όπως σεντόνι λουλακί απλωμένο
Τρέμει κρουστή μες τον πυκνό αέρα. Μάγισσα.
Ο ποιητής ακούει τον βραχνά του.
Κοιμάται και στο αποκάρωμα του ύπνου
Όνειρο που τον πλησιάζει
Παράξενο.
Παντού η ρίμα του πελάγου και παντού ο αφρός
Του κύματος που δεν κωφεύει…

17 Φεβρουαρίου 2020

Προοίμιο της Άνοιξης..




Μέσα στον ήλιο της νεότητας τρέμουν τα φύλλα
Της πικροδάφνης. Κι αιφνίδια
Η λιακάδα αποδεκατίζει τις ορδές των εντόμων
Που πετούν χαμηλά. Μια λάσπη
Που ξεραίνεται και κάτι ετοιμάζει
Ανακουφίζεται μες τον νερόλακκο, και η Δευτέρα
Γέρνει το κουρασμένο κεφάλι της πάνω
σε ένα λουλουδάκι που μηνά
Πως έρχεται η Άνοιξη…


16 Φεβρουαρίου 2020

Έτσι κι αλλιώς με όλα πια ξεμπερδέψαμε…


Να που η νύχτα κωλυσιεργεί του φωτός τις πραγματικότητες.
Όπως κι αν το καταλαβαίνεις ζωή είναι οι πράξεις της και μεταφράζονται μες τις αμηχανίες σου.
Παρέρχεται η συστολή σου, δεν έχει πια νόημα.
Βυθίσου ολόκληρος στην σιωπηλή αγκύλη του βραδιού και ανασκεύασε
Τους μύθους που σου έμαθαν να ξεστομίζεις.
Έτσι κι αλλιώς με όλα πια ξεμπερδέψαμε…

Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα και υπαίθριες δραστηριότητες

14 Φεβρουαρίου 2020

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ..


Πιασμένοι χέρι χέρι και τι να μας πει ο καιρός
δυο άνθρωποι που αγαπιούνται καταργούνε την σκιά τους
ξέρουνε πόσα ανθίζουνε μέσα τους λόγια σεμνά
και λόγια πόθου-
την ώρα που τα χέρια σκαρφαλώνουνε το δύσβατο κορμί
και το τρεμάμενο το χείλι ενώνεται με το τρεμάμενο το χείλι..
Α.
Μέσα στην ερωτική νύχτα το φεγγάρι ακολουθεί πορείες της επιθυμίας.
Εσύ ζεις και έρχεσαι από τις σιωπές των άστρων-
πιο καθαρογραμμένη κι από οπτασία.
Σε σκλαβώνουν τα χέρια μου που σε κρατώ
περισσότερο πια μέσα στον νου μου, άυλη, εξωπραγματική,
στεφανωμένη
με το φεγγαρίσιο φως που επάνω
στο άσπρο σου κορμί ζει και περισσεύει.
Νεράιδα των αρχαίων δασών, επισκέπτρια
της λίμνης των κύκνων:
Σε βρήκα ψάχνοντας μέσα στο τίποτα που συλλαβίζουμε..
Δεν θα σ’ αφήσω να μου φύγεις
ούτε πουθενά να μου πας που δεν το ορίζω.
Μόνο σε χώρα ονείρου ξέρω ότι κατοικείς-
ένας αέρας πια αναστατώνει τα μαλλιά σου-
όπως βαθιά υποταγμένη στο γινάτι μου ανοίγεις
το ποίημα του έρωτα να απαγγείλεις.
Θα σε κρατήσω απόλυτη σαν αίνιγμα
μισή μέσα σ’ αυτήν μου την ζωή, μισή απ’ έξω
να περιφέρεσαι στο αόρατο σπιτάκι των πουλιών
σαν ρίμα που δικαίωσε ο χρόνος.
Και θα γίνω
σφιχτή αγκαλιά που δεν ανοίγει,
τρόπος
να μην μου φύγεις ποτέ-
για να σε ανεβάσω στα ψηλά των σύννεφων
εκεί που κατοικούν οι άγγελοι της μοίρας.

Β.
Να σε έχω με τον τρόπο που έχουν οι θύελλες
να εξουσιάζουν.
Να μου φεύγεις σχεδόν όταν να σε αγγίξω
κατορθώνω.
Να αλλιώς μου μιλάς.
Στα μάτια σου αδιάβαστο ακόμη το φως, αδιάβαστος
ο πόθος, η κάψα
που θα συντρίψει την περαστική μου ώρα
που θα ανοίξει άλλον διάλογο με τα πουλιά, που θα κρεμάσει
σκουλαρίκι το τραγούδι των πουλιών επάνω στα αυτιά των δέντρων.
Δεν σε ήξερα, δεν
σε φανταζόμουνα-
έτσι όπως μου αποκαλύφτηκες: θεά
άλλων αιώνων.
Και τώρα
στρέφω το βέλος ο ίδιος στην καρδιά μου -
ξέροντας ότι θα πληγωθώ, ότι θ’ αγγίξω
όλο το σώμα του πόνου, την ανάσα που κόβεται, θα νιώσω
τον παλμό της ερωτικής αποκάλυψης.
Σε κάνουνε μοίρα μου οι νύχτες.
Σε κάνουνε μοίρα μου οι μέρες.
Σε μοιράζομαι με εκείνο που δεν φτάνω
ούτε με τον νου, ούτε με την φαντασία. Σε φιλώ
όπως ο αέρας την γη φιλά που του είναι
φιλόστοργη μάνα.
Γ.
Ήρθε να σ’ ανταμώσει μιαν ηχώ
απ’ τα βαθιά της θάλασσας-
σαν από κοχύλι μισάνοιχτο.
Την πήρε η μέρα, την χαρήκανε
οι αχτίδες του ήλιου-
Κι ήσουν εκεί που ασπρίζει το καθάριο μέτωπο της μουσικής και ψάχνεται
η νότα να βρεθεί κόρη του φλοίσβου.
Σε είδα έτσι εκεί κι έτσι σε λάτρεψα
χωρίς το φόρεμα του ανέμου.
Πήγες
ψηλά:
ως μέσα στην καρδιά μου.
Αχ συννεφένια κόρη του γιαλού μάγια που μου ‘κανες!
Και να πιστέψω αδύνατον ότι δεν θα μ’ απελευθερώσεις..
Σκλάβος μπροστά σου έπεσα, σωστά
ερμηνεύοντας το πάθος-
διψώντας το κορμί μου για κορμί
και ο αμνός ο μέσα μου για λύκο!

Δ.
Σαν μια νεροσταγόνα που θα πέσει και δεν θ ακουστεί
παρά στην χώρα των ερωτευμένων…
Μα εγώ σε φίλησα…
Και καρφώθηκε ρόδο το βέλος μες την γύρω ερημιά-
τσιρίξανε
όλα τα φωνήεντα-
ξύπνησαν ξαφνικά πουλιά- κι εγώ σε είχα
μέσα στα χέρια μου, εκεί- νεράιδα αποκάλυψης!
Μου απαγγέλεις το φως μ’ ένα “αχ” που το έχει ο έρωτας·
χτυπούν χαρμόσυνες νότες στις φλέβες·
γέρνεις μέσα στην νύχτα μου αλλά δεν φεύγεις·
κρύβεσαι πίσω από δέντρα, καλύπτεσαι
με σκοτάδι κι ερημιά, με νερά ένδοξα που κυλάνε·
τρέμεις
μέσα στο λίγο φως και γίνεσαι
νεράιδα καθαρογραμμένη
που μιλάει με φεγγαρίσιο, άσπιλο
καθάριο
αινιγματικό φως!
Άφησε πάνω μου το αποτύπωμα σου, τον βαθύ
τύπο των ήλων,
το σημάδι
πως κι εγώ σου ανήκω –
κι έλα
να γράψουμε τραγούδια του έρωτα
με μουσικές του κορμιού!
Λίγα λόγια μέσα στον καθόλου άνεμο-
κι απ’ την άλλη εσύ..
Είσαι εδώ σπαθίζοντας μέσα στην ανεξάντλητη ημέρα
γυμνή
μ’ ένα μυστήριο χεριών που αναρριχώνται πάνω
σ’ ένα κορμί που σπαρταρά από πόθο..
Ε.

Και τώρα εσύ,
πεταλούδα της σκέψης μου,
λιανή, μπουκωμένη
νύχτα και όνειρα
πας πας πας
μες το μυαλό μου πας και μες απ’ την καρδιά μου έρχεσαι.
Δεν έχω να προσμένω τίποτα απ’ το αύριο-
μόνο ταξίδια του μυαλού, αρώματα
που με τον νου θα κατοικήσω-
Και φιλιά που θα με βρουν εκεί: στο άσπρο εκκλησάκι που θυμώνει ορθόδοξα
πάνω στον βράχο του Αυγούστου!
Να σε πω
όπως θα πούνε τα λουλούδια στην μέλισσα
βαθιά βαθιά τους να πάει..
Να σε δω
όπως σε βλέπουν μες τα όνειρα οι άντρες-
Να σε μάθω
όπως δεν σ’ έμαθε ποτέ κανείς-
Αν δεν υπάρξω είναι γιατί δεν υπήρξα-
δεν υπήρξες ούτε εσύ γιατί το όνειρό μου
δημιούργησε αυτόν τον μύθο που σε αγκαλιάζει.
Άφησε τις φλογέρες του ύπνου να σε νανουρίσουνε γλυκά
όπως ξαπλώνεις μες τα άσπρα σύννεφα
των άχρωμων δικών μου περιστάσεων..
ΣΤ΄.
Να βρουν τον υπερθετικό τους οίστρο τα πουλιά
της μέρας, ν’ ακουστούν
στα πέρα πλάτη..
Να είναι ενεστώτας ο Μάρτιος
και περισπωμένος χειμώνας.
Κι εγώ...
εγωιστής εγώ-
να σε θέλω δικιά μου!
Είσαι η μέρα που δεν νύχτωσε, το κάτι λίγο που περιέχει
το όλο-
η αβροφροσύνη της μέλισσας
όταν αγγίζει το λουλούδι.
Και πώς να σε πω, που η αγρύπνια μου
μελαγχολία μου δίνει..
ανίδεος να ξέρω από ουρανό
και νοσταλγός μονάχα για εσένα..
Ζ΄.
Πάνω στο πρόσωπό σου τα καυτά
δάκρυα είναι όπως σ’ ενός παιδιού τα μάγουλα φωτιά.
Σε κοιτώ.
Μοιάζεις με άλλη:
όπως εικόνα που ήρθε σαν από γλυκοφιλούσα Παναγιά.
Α, που σε ξέρω τόσο λίγο κι όμως σε κρατώ
μέσα μου σαν σε αγκαλιά ονείρου!
Έλα πάρε με, δώσε στο κύμα σου
την απόλυτη εξουσία του έρωτα, το οξύ μπουγάζι
που θα με κατεβάσει ύστερα
γυμνό και εξουθενωμένο μες την αγκαλιά σου..
Στα σκαλιά πατώ και στο ουράνιο ρήμα ανέρχομαι
‘’Σ’ αγαπάω!’’.
Ο χρόνος δεν υπάρχει πια, μόνο εσύ θα υπάρχεις
Σμίγοντας την αναπνοή του φεγγαριού με την λατρεία του ήλιου
Που είναι, μες το πλάσμα που είσαι,
γνώμη Καλού που πάντα περισσεύει..
Δες που των αισθημάτων σου η μέρα
νότες αφήνει πιο λευκές να πλανηθούν μες τον γαλάζιο ορίζοντα
που τα φιλιά των λουλουδιών γίνονται λέξεις που μιλάμε..
Η΄.
Να σε κοιτώ και το βλέμμα μου να επιμένει να σε θέλει παράφορα.
Οι κήποι που ήρθαν κάναν πέρα τους κήπους που έφυγαν
αλλά μείναν πουλιά-
τα ίδια που ξανά τραγουδάνε.
Ο άνεμος
σκλαβώθηκε στις λεμονιές
με την δίφορη αξία του –
σαν μέσα στο μυαλό κι αυτός φυσάει..
Και μόνο το αίμα που καταλαβαίνει, κάτω από το δέρμα, κάνει
την αφή, ζωντανή
θεά,
αιώνια αυτοκράτειρα..
Γλυκός ο καιρός που περνά κι αφήνει μέσα μας το ζαχαρένιο του επίχρισμα
της αγάπης.
Είσαι ο θηλυκός ύπερος κι είμαι το λουλουδένιο το σώμα
που αγγίζει της ευτυχίας η μέλισσα.
Και ζωγραφίζω μες τις πολλές μου σιωπές
έναν καημό από κρυστάλλινο ποίημα
που πλημμυρίζει σαν φως τον σημερινό πολυσήμαντο αέρα.
Θ΄.
Τα χέρια μου διαβάζουν το σώμα σου σαν ένα οικείο παμπάλαιο
ποίημα
που περιέχει αλήθειες φωτιάς και αλήθειες του πόθου.
Τα χέρια μου
ανοίγουν τα εσωτερικά σου απρόσβλητα σύνορα
που το κορμί παραδίνεται και δεν είναι κορμί το δικό σου.
Σε κατέχω..
Είναι ένα σύμπαν νύχτας μέσα μου που εσύ μην κάνοντας και κάτι μου το αναιρείς-
πώς, δεν το ξέρω..
Μπορεί γιατί ακούς καλύτερα στην σιγαλιά που κρέμεται ένα ζεστό φεγγάρι
απόψε του Μαρτίου δεκατέσσερις και κάπου
λες κρυσταλλώνουν τα νερά
σαν σ’ έναν μαγικό καθρέφτη..
Μακριά μου -κι όμως τόσο κοντά-
Πώς γίνεται να μου είναι εύκολο το απίστευτο;
Να μπορώ χώνοντας το μουσούδι μου μέσα στις φυλλωσιές του ‘’τώρα’’ να κοιτώ
μέσα σ όλους τους χρόνους και μακρύτερα;
Με όλα τα υπάρχοντά μου
μετακομίζω σ’ άλλους ουρανούς..
Ι΄.
Έλα λοιπόν μην κάνοντας και τίποτα να εξουσιάσεις τα πάντα
Να μου πάρεις όλον τον άνεμο, την σκέψη, την νικητήρια ιδέα, το να ξέρω φαρσί
λουλούδια αισθημάτων..
Έλα τώρα που είσαι της φωτιάς η φωτιά και δεν σ’ αφήνουν οι μέρες
να πας ψηλότερα
από τα κάστρα των χελιδονιών..
Και ίδρυσε κεφάτη μέσα μου
την δυναστεία των κρίνων..

ΙΑ΄.
Με ψυχή που πάει στον άνεμο, με πνοή
που τρέμει μες σε οξυγόνο λατρείας.
Και είσαι ότι είμαι, που είμαστε
δίδυμα άνθη πάνω σε έναν που λυγάει το αεράκι βλαστό
που μες την ώρα μόνο ηδονής φυτρώνει..
Δεν είναι το τραγούδι μου αυτό που θα ‘γραφα αν ήξερα αλήθεια
τι είναι ο έρωτας..
Δεν είναι οι λέξεις που βρήκα για να πω ‘’δεν φοβάμαι’’-
να ζήσω ή να πεθάνω αφού διήρκεσε επάνω μου το μυστικό
μιας επανάστασης.
Είναι ένας τρύπιος ουρανός που του διαφεύγουνε άστρα
και πέφτουν μέσα σε μία αδιάβαστη
αιώνια θάλασσα.
Τόσο που κάποτε ξέρω
να μην είμαι αυτό που είμαι, γιατί
ένα τραγούδι των ανέμων έγινα..
ΙΒ΄.
Φυλακισμένη μέσα σ’ όλα τα λόγια μου, τις σκέψεις
που στο μυαλό δεν χωράνε
κάνεις τον κύκλο σου μέσα στην τόση μουσική
του ήλιου.
Το σώμα σου σταλάζει της χαράς τις σταγόνες.
Σκιρτάς
σαν ελαφίνα που την μέθυσε ο Βάκχος έρωτας.
Είσαι μια παθιασμένη μουσική
που μαθαίνεται όταν μπορείς να κοιτάζεις
μέσα στα μάτια αγγέλων..
Λυσίκομη, αινιγματική, παντοτινή θεά μου..
Σε βρίσκω μέσα σ’ όλες τις μέρες που χαρά πλημμυρίζουμε
Σε βρίσκω μέσα σ’ όλες τις νύχτες που με άστρα μιλάνε..
ΙΓ΄.
Να σου δώσω έναν ήλιο για νόμισμα, να μ’ ακούς
στον αέρα που μόνος μιλάω
και στο μαύρο της νύχτας σου…
Φιλοδοξώ έναν ουρανό δικής μου έμπνευσης κι έναν μύθο
επίγειο
άνοιξης που έχει τα λουλούδια της πρώτα
μες την καρδιά μου.
ΙΔ΄.
Τα λόγια μου περιέχουν το σώμα σου, νοτισμένα από σένα
Γίνονται μια ομοιοκατάληκτη αγρύπνιας όλης προσευχή που δίχως οίστρο νύχτας πάει
μέσα στο καθαρογραμμένο άπειρο.
Εσύ είσαι μια σκέψη που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε
γιατί την έκανε η μουσική φλογέρα
που παίζει ένα πικραμένο κι ορφανό παιδί
επάνω στο κατάστρωμα ενός πλοίου.
Έτσι που όταν σου μιλώ και τίποτα πια δεν μου κάνει
να σε μαθαίνω όπως το μπορώ εγώ: με στίχους και όνειρα..
Θα σε πάρουν κατά πως φαίνεται τα λόγια , θα σε παν’
στην χώρα των πόθων-
Εκεί που είναι ένα δάκρυ ερωτευμένου το μοναδικό
νόμισμα που τον κόσμο εξαργυρώνει..
ΙΕ΄.
Όταν δεν υπάρχεις δεν υπάρχω, όταν μπαίνεις
σ’ έναν υπερβολικά άγονο άνεμο, όταν
ζορίζεις αφόρητα το παρόν..
Με νικάς κατά κράτος, με λυγίζεις
σαν ένα κλαδί ο άνεμος, σαν
μια ομοιοκαταληξία που με την πάροδο του χρόνου γιγαντώνεται
και το ποιητικό βασίλειό της, μέγα μοιάζει..
Ό,τι είσαι, είναι από αρχαία θεότητα
που μες την παρουσία των νερών ακόμα υπάρχει
και των ματιών της καθαρό ξαναγράφει τον θρύλο..
ΙΣΤ΄.
Ανακατωμένα τα μαλλιά σου-
φεγγάρι κρύβουν που την νύχτα ξεγελά
και πάνω στο κεφάλι σου καλπάζει..
Είσαι η αρχόντισσα των αδιάφορων συναθροίσεων
που γεμίζουν με κέφι την μέρα..
Εγώ μεταπλάθω το είναι μου
σ’ ένα σκληρό αβέβαιο πλάσμα
που θέλει κι άλλο κι άλλο πείσμα για να επιβιώσει..
Και ξέρω ότι μεταγλωττίζεις τον έρωτα
τόσο σπουδαία που να ξαναγίνεται ποίημα
στις σελίδες του αύριο..
ΙΖ΄.
Έλα από το αύριο που δεν θα το ξέρω- έλα
να είσαι των νοημάτων Μαντόνα μου- αγία
που συγχωρέθηκε μες το λαμπρό φεγγάρι..
Και άσε τις σιωπές μου αφρόντιστες, τις σελίδες
μισογραμμένες
με πόθο και θλίψη..
Με πονάει το αίμα των λέξεων, είμαι
το ίδιο τραυματισμένος από λεξιλόγια δόρατα
των αοράτων
μέσα μου
που εδράζονται αποκαλύψεων..
ΙΗ΄.
Θα σ’ αφήσω να μιλάς και να μου μιλάς
θα σ’ ακούω μαθαίνοντας ειλικρινά να σωπαίνω.
Θα παρατηρώ το χρώμα που έχει η φωνή σου
τόσο νεανική που κάποτε η ερμηνεία της γίνεται
αδύνατη, δεν μπορεί φανερώσει
μια ηλικία που ξέρει για τους ανθρώπους η θάλασσα.
Θα σ’ αφήσω να μου μιλάς και να μου μιλάς, θα μαθαίνω
από σένα γινόμενος
άθροισμα από σένα-
Θα γίνω στο τέλος
σαν σπόγγος που ρουφά τους χυμούς των γήινων λόγων σου..
ΙΘ΄.
Όταν θα πάψω να γράφω γιατί θα μ’ έχει δικάσει η ηθική της ανάγνωσης
τότε να ρθεις κοντά- τόσο κοντά όσο ν’ αγαπηθούμε..
Να τυλίξεις τα χέρια σου γύρω μου, τα άσπρα σου χέρια
σαν ρίζες που από μένα απομυζούν
την χημική μου αλήθεια.
Να μου μιλήσεις με λέξεις που έχουνε αίμα,
να πεις αυτά που έχεις κι εσύ.. Μην με βάζεις
κάτω από το μικροσκόπιο- ειλικρινά αντέχω
των λέξεων την πυρά..
Και να μ’ αφήσεις μες το κορμί σου να είμαι σαν μια αντένα
που σε κάνει να καταλαβαίνεις τα αόρατα πιο σωστά..
Κ΄.
Άσε με να σε γνωρίσω, να μείνω μόνος
εγώ με σένα, εσύ με μένα, εμείς
με τον εαυτό του ο καθένας, χωρίς
να μας μιλούν οι άλλοι για τ’ αδιάφορα
σχέδιά τους.
Να σε πάρω από το χέρι και εκεί να βρεθούμε
που ξαφνικά- ενώ χαράζει- μια ποίηση πουλιού
που κελαηδάει ανασυνθέτει το Παραδεισένιο
τοπίο.
Και να σε φιλήσω εκεί που από το παρόν κλέβει ιδέες
το θάρρος του μέλλοντος.
Άσε με να σε γνωρίσω, να πω
ότι τώρα πραγματικά θα υπάρξουν όλα:
Τα όνειρα, τα πάθη, οι πόθοι
και η εκπλήρωσή τους που μ’ ένα ραβδάκι γίνεται
μαγικό της αγάπης..
ΚΑ΄.
Αν όλη η αγάπη γίνεται στο τέλος ποίηση
άσε με να τραγουδώ τα μάτια σου
μέχρι το τέλος της μέρας..
ΚΒ΄.
Μην έρχεσαι κοντά μου με αυτά που ξέρεις- έλα
μ’ αυτά που δεν ξέρεις
θέλοντας να μάθεις
της δικής μου καρδιάς μουσική.
Και όταν θα ρωτάς που σε πάω- εμπιστέψου
το φως
αυτό το πιο λυτρωτικό βασανάκι
που ψέματα δεν ξέρει να μιλά..
ΚΓ΄.
Τα λόγια μου στα λόγια σου
φέρνουν ένα πιο δύσκολο πυκνό συμπέρασμα, μια ποιητική συνουσία
που καταλαβαίνουν μόνο οι εξάρσεις των
θρασεμένων λουλουδιών
που βροντάνε
άρματα πέταλα
θέλοντας να κατακυριεύσουν την μέρα.
Τα λόγια σου
είναι σαν ανεμώνες θαλάσσιες, εκεί, στα ρηχά
που εξοκείλει ο πια σαραβαλιασμένος μύθος
του καλοκαιριού.
Τα λόγια σου
σαν ρόγα σταφυλιού σφιχτή και άτρωτη
που την θέλουν πουλιά και με στήθος παρθένας μου μοιάζει
καθώς την παίζει ζάρια και ιριδισμούς το πιο γεμάτο
φως..
ΚΔ΄.
Τα επίθετα σφυρίζουν πίσω από τις αντωνυμίες:
εγώ που σ’ αγαπάω – εσύ
που είσαι μια νεράιδα που την έχει η βροχή καμάρι.
Η γραμματική μου ακυρώνει τον χρόνο..
Δεν σε φοβάμαι
όπως αγκυλώνεις το σώμα μου, καυτά να τρέξουν δάκρυα,
σαν το ρετσίνι σ’ έναν δέντρου κορμό.
Και με τα τόσα πνεύματα που καταργήθηκαν για να επιβιώσουν
μέσα σε ένα άλλο παρελθόν
φτιάχνω μία τριήρη, ένα κοίλο καταφύγιο
να πλεύσω αλλού.
Τα επίθετα σφυρίζουν πίσω από τις αντωνυμίες:
Εγώ, ο απλός θεατής του όμορφου κόσμου
κρατώντας μες τα χέρια μου ένα φως που σταλάζει
και πάνω στην σελίδα μου με μουσική
αόρατη γράφεται…
ΚΕ΄.
Για το χατίρι σου
ανάβουν ομοιοκατάληκτα τριαντάφυλλα, τα πρωινά ενστερνίζονται άνεμο, οι γούρνες
συλλαβίζουν νερά που κυλάνε.
Για τα χατίρι σου
το τοπίο γράφεται πράσινο, οι χρόνοι καταρρέουν, τα φυτά
εξάπτονται και η μέρα
προχωρά αέναα γαλάζια ή πιο γλαυκή
στην άκρη που την τρώει λίγο λίγο ο ορίζοντας..
Για το χατίρι σου
πεισμώνω και γίνομαι άγρυπνο αγρίμι που δαγκώνει..
Για το χατίρι σου
οι περιουσίες μου είναι
στάχτη στην στάχτη που απώλεσα
όλο το βιός μου μέσα στων ματιών σου την λαχτάρα..
ΚΣΤ΄.
Δος μου ένα φως αγνό που να εξηγεί τον μύθο
κάθε λουλουδιού μέσα στην μέρα..
Αφιέρωσέ μου του λευκού γιασεμιού το χρώμα, την υπεροψία των πουλιών
Τον άνεμο που καταφέρνει να πυρπολεί την καρδιά των λευκών σελίδων μου.
Άφησε το ψηφίο ένα να γίνεται ψηφία πολλά, να γράψει
σ’ αυτόν τον ψηφιδωτό χρόνο μια ιστορία επική
του ανθρώπου.
Άσε με
να ελπίζω πως θα μου γίνουν οικεία όλα
τ’ απόκρυφα βιβλία της αστερόεσσας θάλασσας.
Τα λόγια σου είναι η θλίψη μου, είναι η μελαγχολία του πικραμένου μου λόγου.
Τα φέρνεις κοντά μου όπως ο λίγος αέρας τα φέρνει, τα πυροδοτείς, τα γεμίζεις
μπαρούτι των άστρων και μέσα στην νύχτα μου σκάζουν
σαν όμορφα βεγγαλικά που με κάνουν να απορώ
πώς δεν τελειώνει ποτέ αυτή η ώριμη νύχτα..

12 Φεβρουαρίου 2020

Του απολογισμού εκτίμηση…




Το ξεχασμένο ύφος μιας ανάμνησης που μας πονά
Το ακέραιο ύφος που δεσπόζει πάνω από τον Παρθενώνα
Που λούζεται στον ήλιο μέγας κι ανίκητος.

Μνημονεύω έναν οίκο που ποτέ δεν γκρεμίστηκε
Που εισέβαλε εντός του το φεγγάρι
Και μάγεψε τους ποιητές και την γλαύκα
Την αρχαία την ένδοξη.

Από τα όμματα του ουρανού εκβάλει ποταμός σαγηνευτικός που μόνον
ο νουνεχής να εκτιμήσει ξέρει.
Μια πολυτέλεια θαυμαστική που από μόνη της
Είναι ποιήματα και αστεριών φιλοδοξία.

Απουσιάζει το πουλί που πέταξε για να φιλοσοφήσει
Γύρω από το αφημένο ψίχουλο, επάνω
Στου πεζοδρομίου την πολυφωνία.

Εδώ που είσαι είμαι και ζητώ από την διαμελισμένη σιωπή μία Στιγμή
που μέσα στης συμπυκνώνονται
Αρχέγονες παρατηρήσεις.

Όλα τα γραφτά μου όπως μια ντόμπρα έκθεση εγώ να σου μιλώ κι εσύ
ωραία να καταλαβαίνεις
Πέρα από την συμπονετική αντικειμενικότητα..




10 Φεβρουαρίου 2020

Ελθέτω έτσι λοιπόν…


Σου ψιθυρίζω στέλνω την φωνή μου να σε βρει
Ο άνεμος ραπίζει τις μυρσίνες
Όσα ακούγονται μες το μεσημέρι είναι λόγια του πόθου μου
Κουμαντάρω αδέξια την σιωπή που σε περιέχει·
Ο Χρόνος είναι φυλακή που σε βαλσαμώνει
Μέσα του ευδοκιμείς σαν κρεμαστός κήπος
Οσφραίνεσαι την δυνατή ορμή των τριαντάφυλλων
Που ζουν αναπαυμένα στην καρδιά σου·
Ανοιχτά παράθυρα κι απ’ όπου κι αν κοιτάξω
Προβάλεις εσύ: κρασί μεθυστικό της Άνοιξης
Ντουφεκάς μες τον αέρα να φοβηθούν οι μελαγχολίες μου
Έρχεσαι κι όπου δεν είσαι είσαι, χαρούμενη και ιερή δοξασμένη!

Όταν σκοτεινιάζει Είναι γρίφος η νύχτα και στασίδι σκοτεινό περί το άμορφο χάος-


Όταν σκοτεινιάζει
Είναι γρίφος η νύχτα και στασίδι σκοτεινό περί το άμορφο χάος-

Απόμερα της ερημίας
Το φεγγάρι σοβαντίζει μια όψη του κόσμου ξεχασμένη

Φιλήδονα πουλιά θωπεύουν την Ώρα την Στιγμή την Στιγμούλα

Λιώνει στο έρεβος το άρωμα της μαντζουράνας το μέλι

Η Ποίηση βακχεύει εμμένοντας σε προσθαλασσωμένους στίχους..


*****************************     

Διάφανη γαλήνη, διάφανη ησυχία· ακόμη δεν ξημέρωσε·
ο κάθε ήχος μεγεθύνεται επί τον εαυτό του και καταχωρείται στο ποίημα που θα γραφεί.
Το φως στους φανοστάτες των δρόμων είναι αμυδρό:
όπως αμυδρές είναι οι ελπίδες μας και τα κέφια των πουλιών. Μπαινοβγαίνουν μες την νύχτα οι νυχτερίδες·
από μια χαλασμένη πόρτα του φεγγαριού που μπάζει σκοτάδια της κόλασης.
Τα αστέρια τσουρουφλίζονται από το φεγγαρόφωτο και περιγελούν την αιωνιότητα που δεν τα αφορά..


************************************   

Τα λόγια…

Τα λόγια έρχονται σε μένα για να βρουν ζάχαρη των παρομοιώσεων.
Ανθίζουν κάποια, γίνονται σαν προσευχές
προς ένα μακρινό αστέρι που ποτέ δεν υπήρξε·
Τα λόγια σεμνύνονται μες τις κοιλάδες του ουρανού, είναι αφηνιασμένα άτια
που τρέχουν προς τον βορά, στα μέρη των αρχαίων πατρίδων μας.
Τα λόγια που είπα και είπες.

Όταν συναντούν τα δάκρυα, τα λόγια ιριδίζουν σαν οψιδιανού χάντρες που κρατούν εντός τους όλα τα πάθη του ορυχείου.
Και στολίζουν με κραυγαλέο θάρρος το μπεγλέρι του καιρού. Τα λόγια
στρατηγούν επάνω στην μελαγχολία μας- μέχρι
που εκείνη ξεγίνεται και στην θέση της μένει
συλλαβή μία που να την αποστηθίζει ο χρόνος του γιαλού κι ο πόντος.

**************************************


Αφού φαντάζομαι διαλόγους με τον ουρανό
Πώς να μείνω στα στενά και τα γήινα; Να έτσι
Έζησα ακολουθώντας ζωντανή Ουτοπία. Κι αν πεις
Που δεν προσπάθησα να υποταχτώ
Στης πραγματικότητας το μαράζι- μα πού;
Πετώ ανάλαφρος στα σύννεφα κι εκείνα γίναν το όμορφο σπίτι μου. Ψιθυρίζω τα μυστικά που με κάνουν να χαμογελάω.
Τίποτα στον κόσμο σοβαρό δεν είναι.
Θα ξεχερσώσω την μελαγχολία μου.


***********************************  


Η ζωή σου, πικρή, σαλεύει μπουκωμένη θλίψη και πόνο.
Δεν κοιμάσαι τις νύχτες, το φεγγάρι σου σκουντά μισανοιγμένα παράθυρα.
Διαβάζεις τις παρτιτούρες των άστρων και νικά σε όλα μια καμπύλη κατάθλιψη.
Ένα δάκρυ στα μάτια σου αποτυπώνει την αγκυλωτή μελαγχολία.
Ανήφορο που έχει ο ουρανός!
Κρυώνει απόψε και είναι μακριά οι καρδιές που θα καούν για σένα για να ζεσταθείς.


********************************  


Χωρούν όλα σ’ ένα Ελάχιστο: σαν
Να χωρά η πραγματικότητα μες τον σεμνό σου χαρακτήρα- όλα χωρούν
Στο Αχώρητο· κουμπωμένος χρόνος που δράμει εναντίον μιας λύπης που μας
Κυριεύει και δεν την ορίζουμε..
Είναι κάτι στιγμές που με πιάνουν κάτι απίστευτες μελαγχολίες. Δεν θέλω τότε να μιλήσω σε άνθρωπο, δεν θέλω κανέναν να δω. Κλείνομαι μέσα σ’ ένα βιβλίο και περνάω επάνω μου το αστάρι της φαντασίας. Μετά έρχεται η νύχτα, για να ξαγρυπνήσω και να βαφτώ με τα χρώματα του φεγγαριού. Ένα ιδεατό φεγγάρι, κάπου στην χάση του, κάπου μισόγιεμο, που μπαίνει από το παράθυρο και ανακατεύει τα μουντζουρωμένα χαρτιά μου. Για να γεννηθεί το αναπάντεχο ποίημα..


************************************


Έρχονται οι ειδοποιήσεις της μέρας.
Το αεράκι σαν καλοσυνάτο ποτάμι ποτίζει την δίψα των φυτών.
Γεμίζει μπαρούτι η υπεροψία των δέντρων.
Ο εγωισμός των πουλιών τα ξυπνά για ένα βιαστικό καθήκον.
Στα χαρτιά μου μουντζαλώματα διορθώματα.
Πέντε η ώρα το πρωί.
Σκλάβος ενός μελανοπολέμου που με πληγώνει και μ’ αφήνει αιμόφυρτο.
Στυλώνω τα μάτια και πάντα ερωτευμένος θα είμαι
Μ’ αυτόν τον ουρανό, μ’ αυτό το κορίτσι
Που σφίγγει κι άλλο την καρδιά μου, έως να γίνει
Ευαγγέλιο μιας αλήθειας που την ξέρεις κι εσύ..


*********************************  


Εισπράττω μια μικρή θύελλα της ρέμβης όταν η όρασή μου με βοηθά να πλουτύνω περισσότερο κι από ότι ο ίδιος δικαιούμαι. Τόση ευφράδεια του τοπίου που μου μιλά και ‘γω υπακούω στα χρωματιστά του κελεύσματα! Μεταστοιχειώνονται μέσα μου οι εικόνες- αφομοιώνονται· περνούν μες την κυτταρική μου δομή και, ξαφνικά, είμαι σαν ένα γεγονός των χρωμάτων. Απόλυτα εναρμονισμένος με τον ρυθμό της Φύσης. Εκκινούν από κει όλες οι ενέργειες των πεπραγμένων μου.
Ποίηση προ των πυλών. Όπως να είναι να επιτεθεί νικητήρια ο Αννίβας της Ομορφιάς!



**********************************  



Σχηματίζω τις λέξεις από κείνα που μου εναντιώνονται, δεν μου παραδίνονται, μου απιστούν· είναι ένα κυνηγητό να πιάσεις μια αόρατη φυσαλίδα όπως είναι η Ιδέα, που την τσακώνεις να περιπαίζει με τον νου σου κι εσύ είσαι ανήμπορος να την οικειοποιηθείς. Πόσα ποιήματα δεν γεννήθηκαν από μια λέξη που απλά ξεκεφάλωσε από την λίμνη των αοράτων, όπως να ήθελαν να μου βγάλουν την γλώσσα και να με ειρωνευτούν που δεν μπόρεσα να τα τσακώσω ολόσωμα, και έτσι έμειναν άτιτλα και γλιστερά, σαν ψάρια που θα ξεφύγουν πάλι και πάλι από τα χέρια μου και θα ορμήσουν στον ρου του νερού που είναι η αιωνιότητα σε ένα ταπεινό της ρυθμό;..

******************************** 

Το απόγευμα…

Το απόγευμα κωλυσιεργεί τις ερωτοπαθείς μυρωδιές των βασιλικών
και η μουσούδα του αέρα χώνεται
μες τις λινάτσες των νεφών,
σκούζοντας επιμόνως για ένα "έλα"…
Τα χρώματα κατευθύνουν τον νου μας στο άπειρο.
Κι εμείς από τα χρώματα είμαστε καμωμένοι, από την λυρική
δομή των ουρανών,
κι ας στηρίζουμε με τα αισθήματά μας τον νεόκοπο ήλιο κι ας είμαστε κολλημένοι στον βράχο
της νοσταλγίας..
Μας στολίζει ο στόμφος του καλοκαιριού
ακόμα,
και μας έχει πλασμένους η τραχιά,
ακύμαντη πέτρα
του Έρωτα,
βοά μες τις φλέβες μας, όταν ακίνητοι μένουμε, τερπνά τρυγώντας
φιλιά μέσα στο βράδιασμα.
Μια μουσική ωφέλιμη στις ψυχές σκορπά τριγύρω,
ακούραστος ο αέρας μαγκώνει τις πλάτες του στον βαρύ τροχό της μέρας, στα ρολόγια στέκεται η σιωπή, την ώρα
που εμείς ακολουθούμε την μεγάλη δίψα
του κορμιού
και στα σώματα επάνω παίζουμε
το συναρπαστικό ξεφλούδισμα της συνουσίας, ως την στιγμή
που ενώνονται οι παράλληλες ευθείες σε μια γονιμοποιημένη τελεία
που μιλά φθόγγους ερωτικούς και υπερβάλλοντα ζήλο
της αγάπης..

********************************  


Το σκοτάδι μένει βουβό σαν δυσκίνητο θέατρο της παρακμής.
Σκιές φιγουράρουν στο πλατύσκαλο της νύχτας
και το προάστιο γεμίζει αδέσποτα σκυλιά που αλυχτούν κλέβοντας την παράσταση της ησυχίας.
Περνούν κάτι παρέες μεθυσμένων.
Αλλόκοτα τραγουδούν.
Ακαταλαβίστικος είναι ο ουρανός μου απόψε κι ο πόνος.


****************************************   


Λεπτομέρειες του μεσημεριού…

Άοκνο φως που οσμίζεται την κόψη του αλατιού,
Μπερδεύεται μες τα έκκεντρα φύλλα
Του ευκάλυπτου και νομοθετεί γαλάζια πάνω
στον πάπυρο της μέρας.

Οι ορθόδοξες θεωρίες των ρόδων κατευθύνουν την χαρά στο ανοικτό μου τετράδιο.
Μαστίζουν την έμπνευση οι ηλιαχτίδες του ορίζοντα.
Χέρια εργάτη βάφουνε την μάντρα με απολυμαντικό ασβέστη.
Έχει χρεία από Θεό ο κόσμος, έχει προσήλωση.

Μία γαλή αγάπησε τον κύνα και μαζί παίζουν στην πίσω αλάνα της επάνω γειτονιάς.
Μια σφήγκα ένιωσε τα αισθήματα της μέλισσας-
Και το νερό επούλωσε στην διψασμένη γη
Τραύματα φθινοπώρου και τον πυρετό του χοϊκού συνόλου.

Λεπτομερώς τα γράφω. Σαν να μου δόθηκε, για να τα πω, ο χρωστήρας.
Στην Κυριακή που ντράπηκε η ψυχή μου να θελήσει
Μια λέξη που να την κρατούν κειμήλιο οι ανοιγμένοι ουρανοί..




Γνώση…

Τι σημαίνει να αγαπάς, να ζεις, να βρίσκεις ρήματα
αξίας, να καταφέρνεις
φιλιά και να νιώθεις πως σε νιώθουν, πως κρατάς
το χέρι και βαδίζεις συντροφικά, μέσα
στις αγωνίες της ζωής, κουρασμένος
και πεισματάρης, κι ο ορίζοντας
σκηνοθετεί ηλιοβασιλέματα συμβολικά, τι σημαίνει
να συμπαραστέκεσαι, να είσαι αλληλέγγυος, μπροστάρης,
τότε μόνον κατάλαβα, όταν
με πλάκωσαν οι μνήμες, όταν
γέρασα αρκετά για να μπορώ να νιώσω
πόσο οι άλλοι μου μοιάζουνε, όταν
σκότωσα τον εγωισμό μου κι απεκδύθηκα
το βαρύ ρούχο της ματαιοδοξίας μου, τότε
μόνο όταν μπορούσα να διακρίνω
τι μου κρύβει πάντα ο θεός..


Τόσο απλά…

Βαδίζω προς την κεραυνοβόλο σύνοδο των ουρανών-
ο κήπος βαδίζει μαζί μου,
με τα σεμνά τριαντάφυλλα και τις εορταστικές ωδικές του μπιγκόνιες
σύμμαχός μου είσαι όταν νέμομαι τις φρούδες ειδήσεις των νεφών
εγκαθιδρύω ουτοπίες συμπαντικές
και πάντα σ’ αγαπώ
και πάντα σ’ αγαπάω!


5 Φεβρουαρίου 2020

Εωθινό…


Αρχίζω από το μέρος της θάλασσας. Βρέχω
τα πόδια στην αλμύρα. Λίγο
πριν ξημερώσει. Ένας θεός
που μόλις ξύπνησε, γελά.
Καίρια αντιστοιχία μέσα στην Στιγμή,
το ιλαρό πουλί που κελαηδά.
Βρύα που τρέφονται με του νερού την ικμάδα, ασχημάτιστες
παγίδες του φωτός που θηρεύουν
την χαρά, καθαρές
γραμμές του όρθρου που τραμπαλίζεται
σαν στίχος πάνω στην αιωνιότητα, επιδέξιο
βιολί που λέει κι όσα λέει τα ενστερνίζομαι
ατόφια!

3 Φεβρουαρίου 2020

Αφορισμός ένας…


Να πέσουν στην λακκούβα της αμφιβολίας τα ρήματα
Όλα να μεταβάλλονται αφηνιασμένα
Να γυροφέρνουν πέρα απ’ την φθορά
Να μην με πείθουν
Κι εκείνη η συναρμογή λέξεις με λέξεις και στο τέλος πουθενά ουσία
Μόνο οι λόγοι των πολιτικάντηδων κι αυτοί ξεθυμασμένοι
Να πουλούν την πατρίδα ξεδιάντροπα.
Επίπεδο δάπεδο φουσκωμένος ο εφησυχασμός και απάτη
Πού πήγε ο Σκοπός ο εμφανής που ήταν μπούσουλας για όλα;
Είναι το κράτος άθλιο σφουγγοκωλάριων τσαρλατάνων που εμπορεύονται ιδέες και βρωμίζουν
Ακόμη και αυτό που εγώ νόμιζα λεκέ!

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου