Όπως ξημέρωσε και λάμπει κάτω από την ηλιαχτίδα η σιωπή·
έντομα ακοίμητα πετούνε θέλοντας μια στάλα αίμα· ο Αύγουστος
ασθμαίνει στ’ ανοιχτά του κάμπου· μες τον ασβέστη αναδύονται οι μάντρες και τα βότσαλα γυαλίζουν πάνω
στην αφράτη άμμο· κοίλα φωνήεντα λαχανιασμένα τρέχουν στην γραμματική πεδιάδα·
έντομα ακοίμητα πετούνε θέλοντας μια στάλα αίμα· ο Αύγουστος
ασθμαίνει στ’ ανοιχτά του κάμπου· μες τον ασβέστη αναδύονται οι μάντρες και τα βότσαλα γυαλίζουν πάνω
στην αφράτη άμμο· κοίλα φωνήεντα λαχανιασμένα τρέχουν στην γραμματική πεδιάδα·
πατείς με πατώ σε, οι τόνοι σκανδαλίζονται να υπερασπιστούν μια εξουσία·
κάπου εκεί που άρχισες να φεύγεις κατά τα ουρανομήκη δευτερόλεπτα·
κάπου εκεί που άρχισες να φεύγεις κατά τα ουρανομήκη δευτερόλεπτα·
το ποίημα δεν φιλοξενεί απουσίες, αγαπά
την κραταιά σιωπή, ίσως γι’ αυτό
σε ακολούθησε στην σκιά που κατέφυγες και έκλεισε
τα ρυάκια
των στίχων
με βρύα
που μάσησαν το φεγγάρι
και το επέστρεψαν
ασημένιο και λίγο
μέσα στον ουρανό που σε πήρε..
την κραταιά σιωπή, ίσως γι’ αυτό
σε ακολούθησε στην σκιά που κατέφυγες και έκλεισε
τα ρυάκια
των στίχων
με βρύα
που μάσησαν το φεγγάρι
και το επέστρεψαν
ασημένιο και λίγο
μέσα στον ουρανό που σε πήρε..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου