Κατά πού φεύγεις τώρα κι είναι σκοτεινή πλοήγηση η μορφή
σου;
Στο προδεδικασμένο αποτέλεσμα της σιωπής και της κάθε
κουβέντας που κάποτε μαζί προσεγγίσαμε..
Έτσι είναι οι άνθρωποι; Έτσι λαλούν τα φοβερά μυστικά τους;
Κι η σοφία τους, πού και πάντα εδράζεται;-στην αφεύγατη
ανάγκη να έρχονται κοντά ο ένας στον άλλον,
στον πόνο..
************************************
Στάχυ της σκέψης, μυστικό που υφέρπει στην κοιλιά της γης,
αφουγκράζομαι στην εσώτατή μου ερημία,
εντός μου οι πόνοι- ποιός τους ομολογεί;
Αν ακουστώ στα πελάγη, οι θάλασσες θα γίνουν η Βίβλος των
νέων ημερών- μα και πάντα δεν ήταν;
Συγκαταβαίνω να παιχτεί το δράμα και ερήμην μου
να συντελεστεί η φοβερή προσευχή του ταπεινού..
**************************************************
Μπορεί μια μέρα να συναντηθούμε: μπορεί όλοι να συναντώνται,
κι εκείνοι που χάθηκαν και κείνοι που παρέμειναν, μπορεί όλοι να σμίγουν σε μια
άλλη διάσταση που μπάζει μύθο και ιστορία, σαν ένα καράβι που όμως δεν βούλιαξε
ποτέ του.
Είναι που όταν φεύγουν για τ’ αλλού οι άνθρωποι έχουν ανάγκη
την Ποίηση για να πουν όσα θέλουν να πούνε.
Και λένε "καλό παράδεισο" και κάτι τέτοια-
πρωτόλεια ποιήματα που αντέχουν αιώνες γιατί ζεύονται στο υνί της καρδιάς.
Δεν κλαίω γιατί είναι μεταφυσικό μαρτύριο ο πόνος. Ο πόνος
είναι σε μένα βουβός. Καθαρίζω τον ορίζοντα να περάσεις και άσε κάπου ένα
σημείωμα ότι έφτασες και μας περιμένεις.
Και να θυμάσαι όπως σου έλεγα: όλα είναι ζήτημα καρδιάς..
******************************************
Σαν σκιά απλώνεις την αύρα σου και μετά χάνεσαι ενόσω το βράδυ
ακόμη δεν ήρθε·
κι είναι αυτό το μεταφυσικό τριαντάφυλλο που αρμόζει στις
παρειές σου, άλικο και ιδεατό, ίσως λιγάκι ακατανόητο που βελάζει
και διαλαλεί αθωότητες και εφησυχασμό·
κάπου έφυγες και κάπου δεν ήρθες, χάθηκε
αυτή η συνέχεια των εμφανίσεων
στο πλατύσκαλο του κόσμου.
Κι όπως διαβάζω τις συμπεριφορές σου, αέρινη αναφαίνεις πίσω
από κείνα που θεωρούσα ορίζοντα και τελικά λαβώθηκαν από ένα σκάρτο φεγγάρι,
Αιματοβαμμένο και αβέβαιο, που μελωδεί
πίσω από τα λιποθυμισμένα αγιοκλήματα.