Αφού τα άστρα μίλησαν κι ό,τι δεν είπαν αποτυπώθηκε ‘πα
στην φαρδιά πεδιάδα.
Το φαρμάκι των δέντρων εισχώρησε μες τον κόλπο της γης, κι
έγινε
Μια αμυδρή υποψία στεναχώριας που πάει, τελειώνει
Όπως την εξορκίζουν πουλιά και την σαβανώνει ο μέγιστος ήλιος
Αναρτημένος πάνω στα ψηλά πατάρια τ’ ουρανού.
Είπα συνομωσίες που αποτύχανε, είπα το άθαφτο πτώμα του μίσους
Που η εικόνα του χαλνά το γλαφυρό τοπίο της μυσταγωγίας
μου.
Διάβασα κάτω από τον ίσκιο της συκιάς που στρίμωξε το
ντροπαλό της δικαίωμα
Μέσα στον επηρμένο αέρα. Είπα
Τσεκουράκι του νου που πελεκάει τον κορμό της αμφιβολίας
κι ενεό με αφήνει να σκέφτομαι
Βράδια που θα ‘ρθουν μες τον άξεστο χρόνο, να μένω άγρυπνος
με την μελαγχολία μου
Οπαδός ενός άγουρου σύννεφου, ενός νυσταγμένου
Ποιητικού μου ορίζοντα..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου