Με κέντησε η λιακάδα σαν με μια οσμή από θειάφι.
Το δέντρο επλημμύρισε τον δρόμο με ανθάκια.
Η Αττική μια λέμβος ντεραπαρισμένη.
Ευσύνοπτη Πεντέλη, οι ανηφοριές γίνανε απλησίαστες.
Όταν πεθάνω θα με πούνε τα κοτσύφια που συνάντησα-
Πολύ πρωί που έφερα το βήμα μου ως την αυγούλα.
Μία και δυο, η φύση είναι πάντα ένας όμορφος σκοπός!
Ω πάψε να με λιώνεις λέξη που σε πλησιάζω
Και μου τρυπώνεις μες τις τσέπες σαν το νόμισμα το ελάχιστο-
Αρραβωνιάζομαι την τύχη μου την σκοτεινή μαγκούφα
Η έξοδος της νύχτας πρώτα πρώτα μέσα μου ακραία συντελείται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου