Κατευθείαν από μία γωνιά του παραδείσου
Ηχηρά κυκλάμινα και αφρόντιστες θρασεμένες λεμονιές
Σπρωγμένα όλα μέσα στον φακό της ζωής μου- όπως
Τ’ αγάπαγε και ο παππούς μου και έμενε
Κοντά στις τριανταφυλλιές του, καπνίζοντας και μ’ έναν
Σουγιά στα χέρια να ξεκαθαρίζει τα ξερά
Φυλλώματα, με περισσή σπουδή και νιώση.
Δοκιμάζομαι να αντέχω και πάλι.
Κι εκείνος είναι εκεί να μου μιλά για τον Άγιο Νεκτάριο που τον συνάντησε
Ένα πρωί, αχάραγα, να κόβει βόλτες
Έξω από το βορινό παρτέρι μας
Με την μαντζουράνα και τον εύφλεκτο δυόσμο…
Α ρε, περνούν τα χρόνια και νομίζω τίποτα δεν ξεκαθάρισα!
Έμεινα μόνο να κοιτάζω κάτι ήσυχα απογεύματα που είχα σχόλη
Πίσω απ’ το τζάμι που έπεφτε η βροχή
Και γυάλιζαν τα τρυφερά κορμάκια των
Λουλουδιών – εκείνα
Που τους μιλά η φωνή σου βρε παππού μου ακόμη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου