Οι
Κυριακές συντηρούν την μελαγχολία μου, ασθμαίνουν
Καθώς
τραβούν την ανηφόρα της πραγματικότητας και ζουν
Αφήνοντας
πίσω τους αιθάλη της λύπης.
Είναι
σαν κραταιά καμιόνια φορτωμένα κάρβουνο της συνείδησης,
Έχει
χρώματα η ψυχολογία κι απ’ όπου και αν την πιάσεις πονάει,
Στον
ύπνο καταφεύγουν οι νεράιδες, θέλουν να προστατεύσουν τα λεξιλόγιά σου, σκόνη
Εγωιστική
Από
αντωνυμίες που μέσα σου πεθαίνουν
Ποντάρουν
στην φιλαυτία σου, να πόσο φθάρηκες παράφορα!
Ένας
φευγαλέος στοχασμός το μεσημεράκι
Αλαφιασμένος
και θρεμμένος με αγωνίες
Τοκίζει
το συμπέρασμα της κατάθλιψης
Υπερβόρεια
Στο
ξέσκεπο στήθος σου.
Κυρτή
αττική χιλιοδοξασμένη,
Χτυπά
τα παλαμάκια της, ευχαριστιέται
Που
είναι αυτή που μάντρωσε την γαλήνη μέσα στον έρωτα
Για
το γαλάζιο τοπίο.
Κι
ο ουρανός (σύμβολο και για μένα καθ’ έξιν)
Τσουρουφλίζεται
από ιδέες θερμαντικές
Που
ούτε στα ποιήματα χωράνε.
Πάσχω
απ’ ό,τι πάσχω και προσδίδω υπεραξία
Στης
ύπαρξής μου το βραχνό ξεκαθάρισμα.
Απουσιάζει
η φύση μου από τα πανηγύρια.
Με
κρατούν αποφασιστικές μοναξιές και ρήμα το άναρχο.
Ο χρόνος γιγαντώνεται για να με καταπιεί,
Φοβάμαι
μόνο μην μ’ εγκαταλείψουν οι φόβοι μου..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου