εκείνος ήταν γυμνός από θέληση άνθρωπος
χωρίς ταυτότητα.
ξαπλωμένος μέσα σ' ένα έντονο σύννεφο
και νοσταλγός άλλης αλήθειας
τίναζε τα σεντόνια του πρωινού ουρανού κι ο αέρας
γέμιζε μυριάδες μυγάκια
ενοχλητικά, αδηφάγα, νερόφιλα.
το φως τρύπαγε την καρδιά του.
κανείς δεν τον έκρινε.
οι αμαρτίες του ήταν μόνο το κουρασμένο του απωθημένο
που έσκαβε λάκκο στην ψυχολογία του που ήθελε νότα χαράς.
υποψιαζόταν την ψυχή του να θέλει ανάταση
όταν οι ψυχές των άλλων ζούσαν σε διάσταση, σώμα και πνεύμα.
ένα βράδυ κοιμήθηκε μες την απαλή παλάμη του αέρα
δεν ξύπνησε ποτέ του
το σώμα του χάθηκε στον μύθο
και μόνο κάτι πουλιά τα πρωινά
τραγουδώντας εκεί που έφυγε εκείνος κάτι
μες το τραγούδι τους όπως το όνομά του λένε
που ηχεί παράταιρα όπως η μέρα έρχεται και δικαιώνει
κάθε ήχο
απ' τα καμπαναριά της άνοιξης..
2 σχόλια:
αυτό...πολύ!
Μαρίνα Κοντζιάλη
ευχαριστώ!
Δημοσίευση σχολίου