Τι φοβερό
Φεγγάρι γύμνωνε τον ουρανό και είχε
λόγο η αγρύπνια μου!
Και να που φάνηκε το άστρο και
Χαλκουργούσε μέσα στα απαλά
Νέφη της νύχτας και μνήμες
Γερόντων από Αιολία μου έφερνε.
Ένα τσακμάκι να ανάβει το τσιγάρο σου και γράφεις
Κι εσύ μια μπολιασμένη λεμονιά που στέκεται
Στην άκρη της αυλής, στο σύνορο του κόσμου.
Χρόνια σαν από ανεξήγητο δάκρυ
Και στα μάτια μας γυμνή πάντα η Αλήθεια
Και φτωχοί πάντα εμείς
Κι ανυπεράσπιστοι.
Μέναμε να κρυφοκοιτάμε που η δύναμη των άλλων ήταν
πάντα απειλή κι εμείς
Δεν είχαμε ν΄ αρθρώσουμε κραυγή στην καταιγίδα!
Αλλά όταν έρχεσαι από πατρίδα του Μολών Λαβέ πώς να κιοτέψεις;
Έτσι στο μαξιλάρι δύσκολός ο ύπνος
Δύσκολο τ’ όνειρο και η φερμένη Παναγιά
Από μέρη του Πόντου, σκέπη μας
και βοηθός στα δύσκολα και τα πικρά μας.
Και λέγαμε θα φύγει και ετούτος ο βραχνάς, θα δούμε
να γελά ο ουρανός και λίγη
Ελπίδα θα την βρούμε.
Ράγιζε το στερέωμα-
Και θέλαμε να αλλάξει ο πόνος μας σε ένα χαμόγελο
Και όλο το μπαρούτι της ψυχής μας το λουζόμασταν
Σαν μια Απόφαση και σαν
ένα πείσμα να νικήσουμε:
Μόνοι μας πάντα
Για μια
πατρίδα πικραμένη οι διψώντες
εμείς…
12.8.2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου