Στρατής Παρέλης, Πέντε ποιήματα Ακαδημία Ποιείν, καταχώρηση από: Σωτήρης Παστάκας
Ώσπερ θανάτου…
Σε όλα κερδίζουμε το χρώμα μα μένει
Μια οσμή από απουσία που επάνω της
τυμβωρυχούν οι τσαρλατάνοι
Χρόνοι και σήπεται η ρημαγμένη αιωνιότητα.
Παράξενα που ηχεί!
Κλεμμένη μουσική από ‘να πιάνο που οργάνωσε τις νότες της Αλήθειας.
Κερδοφορίες φωτιάς κι αν πεις και της ψυχής όπως την εννοούσαν
Πάλαι ποτέ οι ποιητές και την εξύμνησαν
Ονομαστοί κανταδόροι.
Ήρθε η Στιγμή:
Ανακαλύπτω θάλασσα μέσα στον ουρανό και ουρανό
Μέσα στην θάλασσα- ανακαλύπτω που πεθαίνω.
Κοράκια ζοφερά χυμούν τριγύρω απ’ το κεφάλι μου και θέλουν την λεπτή μου Ουσία.
Η μέρα δεν με προφυλάσσει- σκονισμένα μνήματα
Ξεχύνουν τους νεκρούς τους στα σοκάκια της γης
Ξεγίνεται η αιωνιότητα.
Πόσο ακούω θλίψη και
πόσο είμαι μελαγχολικός!
Ο αέρας σπέρνει τις προσευχές μου- πράο ήσυχο γάλα.
Συνάντηση με τον εαυτό μου τον άλλον, συνάντηση στο στεγνό υπερπέραν.
Όσες σκέψεις έφυγαν είναι σαν χλόη πια που επάνω της περπατώ και νοστιμευομαι το παράξενο χάος.
Παράξενη μάνα μου μοναξιά μου, έλα
Στον ύπνο μου αυτόν τον ξιπασμένο και δώσε μου
Ένα έλεος καυτό, όπως το δάκρυ
Που κυλά στα μάγουλά μου κλείνοντας και άλλο αυτήν την φυλακή
Του τάφου, όλα τα αποχωρίζομαι
Και θα μείνω με καβούκι ανελέητο κέλυφος.
Η λογοτεχνία μου…
Οπισθοδρομούν τάχα
Λέξεις έρμαια εννοιών, γραπώνονται
απ’ την έωλη πραγματικότητα και λουφάζουν
Στα καταφύγια μέσα της ερήμωσης, απηχούν τον αιώνα.
Εκείνος με τους πολέμους του στρώνεται στην δουλειά, λες
Και δεν αποθηριώθηκε ο άνθρωπος.
Ζωγράφησέ μου τον πόνο, το δάκρυ που αναβλύζει όπως λάβα απ’ τα μάτια των παιδιών, ζωγράφησέ μου την πληγή που χαίνει σαν μία κηλίδα που ποτίζει όλον τον καμβά με χρώματος μαρτύριο.
Κι η δόλια η λογοτεχνία μου πόσο μπαλώνει το κουρελιασμένο ρούχο της αλήθεια, πόσο
Κρατά καλά επάνω στις επάλξεις κι είναι αναρίθμητοι οι εχθροί;
Του ήλιου ύμνος σύντομος…
Αισυμνήτη ήλιε
Χαίρομαι τα ατίθασα τσαλίμια σου
Ξυπόλυτε φίλε των ανέμων
Έλα κοντά μου κι άφησε τα τριαντάφυλλα να μου μιλούν
Το χέρι σου κλονίζει τους θυσάνους
στην παραλία την έρημη
Μεσημεριάζει στο πλατύ μέτωπό σου
Αθροίσεις πουλιών κυνηγούν να χωθούν στο ανοικτό πουκάμισό σου
Σε ντύνει νεύματα αισιοδοξίας ο ουρανός..
Ίσαλος γραμμή..
Ώχρα του απογεύματος πάνω στους τοίχους που αφήσαν τα τζιτζίκια
Ένα μουρμούρισμα απίθανο αντήχηση ενός καλοκαιριού που έπεσε
Προ των πυλών χρισμένο ασβέστη
και αχαλίνωτη παραλία όπου οι κοπέλες
Έσπασαν το λαγήνι του νερού και η δροσιά ξεχύθηκε
Έως τον κάθε κόκκο τον πικρό της άμμου.
Εικόνα μπρος στα μάτια μου αναποδογυρισμένο
τρίκυκλο απ’ την ταχύτητα μες τα χορτάρια πλάι στον δρόμο χαχανητά
που τίποτα, κι ευτυχώς, δεν συνέβη
νεότητα η αγέρωχη.
Κι η μάντρα με την βοκαμβύλια ίσαλος γραμμή
της φούριας
της Κυριακής α μαγικό!
Πίσω απ’ το μικρό εκκλησάκι γυάλισαν παρέες με ποδήλατα. Καθυστερούν
οι μνήμες να προφτάσουν τα συντελεσμένα. Σημείωσα
επάνω στα δαφνόφυλλα το Τίποτα και ξέρω
πως θα έρθουν να με βρουν τα μάτια σου
πρωθύστερα ερωτικά κι από την συμπάθεια
που σου ‘χω.
Δεν θα ξαναϋπάρξουν…
Ιερότητες που δεν θα ξαναϋπάρξουν
Πίσω απ’ τα μάρμαρα τους γκρεμισμένους κίονες την σεμνή ησυχία
Δάγκωσα την ψυχή μου ανασκουμπώθηκα είδα και είπα
Μικρός είσαι αφέντη μου μικρά και πεθαίνεις
Διαβάζω την αρχαία φωνή και ευφραίνεται η πικραμένη καρδιά μου
Οι παπαρούνες έφεραν την άνοιξη καβαλικέψανε τα χαμομήλια ηλιαχτίδες
Και το αεράκι συντυχαίνει κόσμο αιθέριο
Δεν θα ξαναϋπάρξουν
το σκήπτρο του Απόλλωνα η αιχμηρή
Περσεφόνη η Αθηνά
που στόλισε με σκέψη τους ναούς-
Μικρός είσαι αφέντη μου
βράδιασε στον ντουνιά συλλογίσου
Ένα μικρό πλοιάριο που πλέει κατά την ανεξαργύρωτη Τροία
Και θέλει πίσω μια ωραία Ελένη..