Οι μέρες είναι λόγχες, λόγχες, λόγχες
στα παλιά λατομεία τα απέναντι
και είναι ένα κανιβαλώδικο πρωί.
Ουρανοκατέβατος ήλιος..
Η σκιά είναι το είδωλό μου πάνω
στην γριά πλάτη της γης.
Ονειρεύομαι..
Πόλεις βαριές που τις πνίγει
ο λόξυγκας του χρυσού.
Ο εμετός τους έχει ραδιενεργό ταχύτητα..
Δεν θέλω..
Δεν θέλω..
Να ζούσαμε σ’ ένα χωριό, μες τα αιώνια δέντρα,
σε καμαρούλα μια σταλιά.
Πάνω απ’ το κεφάλι μας να αιωρούνται
ποιήματα φωτιστικά..
Ωστόσο οι Βάκχες έχουν διαμελίσει το κορμί μου.
Μια μέρα ένας βοσκός έφερε αυτό το χέρι
που πλέκει στιχάκια.
Το βρήκε σε μια βαθιά ρεματιά·
φώναζε όπως τα βατράχια..
Κυνηγητό με τον εαυτό μας..
Αυτοδιορίζομαι σημαιοφόρος
στις τάξεις των αμάχων σπουργιτιών!
2.3.1982
2 σχόλια:
Μια μέρα ένας βοσκός έφερε αυτό το χέρι
που πλέκει στιχάκια. S.P.
30 ολόκληρα χρόνια πίσω!...
κι αυτό το χέρι
ακόμη πλέκει δίχως να κουράζεται.
Είθε να είναι εντολοδόχος
νου, γερού κι εμπνευσμένου !
αστοριανή
ΝΥ
Ναι πράγματι, πολύ πίσω. Πάντα ο μόνιμος σωσμός μου είναι οι λέξεις- γι’ αυτές έχανα πάντα τον ύπνο μου- ελπίζω να άξιζε τον κόπο. Χαίρομαι που είσαι τόσο παρατηρητική!
Φιλιά!
Δημοσίευση σχολίου