Πιο βαθύ από το απλό δεν είναι τίποτα, τίποτα
Δεν γυαλίζει τόσο όσο μια ζωή που πολεμιέται, ξημερώνει
Μέσα στα λιβάδια των οράσεων, ένα ορφανό
Εκεί που είναι ρημαγμένο το προάστιο, σφίγγει
Και σήμερα την τρυφερή καρδιά του
Και ελπίζει να πουλήσει έναν πάμφθηνο αέρα
Ακριβά- όσο να ζήσει εξασφαλίζοντας μιαν δίκαιη ανάσα.
Τι σου είναι ο μηδενικός
Χρόνος της λύπης, τι;
Αυτό το πλάσμα τώρα της μελαγχολίας μου κοιτάζει
Ολόγυρα και όλα εχθρικά τα βλέπει.
Κλωσάει φίδια ο πολιτισμός.
Κάποτε μένει με ένα μπαλόνι κατακόκκινο που μες τα χέρια της σπιθίζει
Σαν τσακμακόπετρα που βάζει φως στο άπειρο·
Είναι η καρδιά της που αντιστέκεται, που όλο ψηλώνει
Και σμίγει την μητέρα της που βλέπει από ψηλά·
Είναι η ελπίδα ότι δεν χαθήκαν όλα·
Είναι το ποίημα που την σκέπασε γλυκά-
Να κοιμηθεί μέσα στο αύριο που την περιμένει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου