Με κρατούν ζωντανό, πρέπει να
αμύνομαι
Πυροβολώντας κάποτε και στα
τυφλά
Φτάνει του ενστίκτου μου το
φως να διασώσω
Που θέλει δικαίωση.
Των οστών το τρίξιμο, της
ηλικίας η υποταγή
Χέρια και πόδια κουρασμένα·
και να γίνεται
Βράδυ πρωί μια αγωνία πάλι
πάλι,
Ποιός επιβιώνει μες τον
δαιμονικό τσουχτερό αέρα του κόσμου;
Η πένα γδέρνει το χαρτί, η
λέξη μπουσουλάει
Τρέμει το νόημα και χάνεται
Έαν δεν βρει ευήκοο ακροατή.
Απ’ την αγρύπνια φώσφορο έχουν
τα μάτια, οι ώρες συνθλίβονται
Κάτω από την επήρεια του
φουρκισμένου καιρού.
Βλέπω την εικόνα που με
λυπεί: οι κοινωνίες αποδιοργανώθηκαν
Ξεχνώντας τι είναι μουσική
και τι απλά μόνον θόρυβος.
Ονειρεύομαι μια λεπτή σιγή
που ο ήλιος θα ανατέλλει σαν νόμισμα που εξαργυρώνεται
Απ’ όλους.
Ονειρεύομαι δίνοντας βάση
στις πολλές ουτοπίες μου.
Ονειρεύομαι τεντώνοντας κι
άλλο το τόξο που σημαδεύει
μες το μέλλον και ζητά
στεντόρεια φωνή του ποιητή που λείπει..
στεντόρεια φωνή του ποιητή που λείπει..