Φεύγουν κατά τα ξημερώματα τα όνειρα-ένας καπνός
από θυσιασμένα ερίφια ιδεών
ψηλώνει κατά τα ουράνια
και μετά,
ανάμεσα στα ανάρια σύννεφα,
το πρόσωπο μίας θεάς δεσποτικής φαίνεται που κρυφοκοιτάζει με διάθεση να σώσει
κείνο που δεν σώζεται.
το πρόσωπο μίας θεάς δεσποτικής φαίνεται που κρυφοκοιτάζει με διάθεση να σώσει
κείνο που δεν σώζεται.
Δεν χωρώ μέσα σ’ αυτήν την ψυχή που πια με στενεύει,-
ας μου δοθεί ένα φαρδύ πουκάμισο να μην μου κόβεται η ανάσα,
ας
οι ιδέες μου πολιορκητικές ταξινομήσουν
τις ηλιαχτίδες και γίνει το ανθρώπινο πιο βολετό..
Τι όμορφα που η σύμπτωση κρέμεται κάτω απ’ το φεγγάρι και
τελαλίζει το ευ!
Τι όμορφα που κι εσύ ηρεμείς την ψυχή μου και σεργιανώ
σε λιβάδια που το άσπρο το άτι μου βγάζει το άχτι του καλπάζοντας ‘υχαριστημένο!
σε λιβάδια που το άσπρο το άτι μου βγάζει το άχτι του καλπάζοντας ‘υχαριστημένο!
Για τα μάτια σου ποντάρω τα πάντα στο πιο επικίνδυνο λευκό
και στην ρουλέτα του αισθήματος κερδίζω το φιλί που θέλω και αποχωρώ καθόλα
ζάμπλουτος…
2 σχόλια:
Να μην βάλω σχόλιο... Τι λέξεις να βρω; Μαγεμένη δηλώνω!
Την καλησπέρα μου Μαρία!
Υπερβάλλεις αλλά, ευχαριστώ!
Δημοσίευση σχολίου