Ταξίδι μες τον μισητό εαυτό μου…
Ανασκουμπώνομαι, αγιάζω
Και δεν αγιάζω, βέβηλος και προσβλητικός
Γδέρνω τις έννοιες και κάθομαι
ζω με ειρωνική φωτιά, έχω
Κολάσει την ειρήνη του τοπίου, προσέβαλα
Την χαραυγή, φόρτωσα πάθη
Πάνω στα πάθη μου, εγώ
Που υπήρξα μοναστηριακός καλόγερος καλοβαλμένος
Μες την κατάνυξη του όρθρου, μισώ
Και χλευάζω την κιθάρα της λιακάδας, αυγαταίνω
Τα πλούτη μου, πόσο χρυσάφι εγωισμού αποταμίευσα και τώρα
Ηδονίζομαι να το κοιτώ, μεγάλωσα
Την ματαιοδοξία μου, ανευλαβής στα ιερά των ακουσμάτων, τρυπώνω
Κάτω από την Βίβλο την μεγίστη
Των θρησκειών, και φτιάχνω
Ετούτο το τζιμάνι ποίημα μου που ασωτεύει
Μέσα στην άχρονη ευαισθησία μου
Εντελώς κολασμένο!
*
Ο χρόνος άπιστος και οδυνηρός.
Θορύβους έχει η μέρα και καπνό λικνιζόμενο
στον γαλανό ουρανό.
Φτύνει η καρακάξα το κουκούτσι
Του φρούτου, φτύνει
Το κοκαλάκι από το ψοφίμι της.
Σε εφεδρεία μπαίνουν τα πουλιά· μελετούν μιαν ανάγκη,
Και πάνε όμορφα την μουσική,
να την μεταγλωττίσουν
Σε μια άσκοπη γλώσσα.
Ο θεός είναι θεατρική ανάμνηση-
Φυγοδικεί και δέχεται βραβεία ανυπαρξίας.
Βουρ για την άχρονη συντέλεια που σφύζει
Από αγίνωτες πραγματικότητες!
Με συνείδηση μόνον…
Παρασύρονται τα μάτια μου σε μια στιχομυθία
Επική. Και ενώ γερνάω με πλημμυρίζουν
Απίθανες γενναιότητες! Άγγελοι στοχαστικοί που γελούν μες τον ύπνο μου
Και άλογα γοργά και χορτασμένα.
Γύρω από κείνο που σκαρώνω περίεργοι
Θαμώνες ενός καφενείου του κόσμου
Παρουσιάζουν την ασχήμια τους
Ωραιοποιημένη.
Έξω απ’ τον ήσυχο όρμο
Κοιτώ την θάλασσα που υπόσχεται. Κοιτώ την λέξη
Που δεν γεννήθηκε.
Ξέρω πως όλοι θέλουν να δικάσουν.
Το μεσημέρι έχει πρόσβαση στα αόρατα.
Ακούγονται θόρυβοι ουρανίων ψιθύρων.
Η γη το δέντρο αγαπά και τον λαμπρόν αέρα.
Η ηδονή είναι η μάννα των νερών.
Τα πάντα επιβλέπω λείποντας και ωσεί παρόντας.
Πετώ τα γκέμια μου στον ουρανό…
Η μέρα χτενίζεται επάνω στο μπαλκόνι της
Στον καθρέφτη της περνούν πουλιά
Φευγαλέα
Λάμπει στα χέρια το χτενάκι της
Κι οι άγγελοι αποφασίζουν μια χαρά εκπεφρασμένη…
*
Κρατάω σημειώσεις για να μην χαθώ
Αγγίζω την ψίχα μου
Όσον κυβέρνησα θάνατο μου τον επέστρεψε πιο αποφασισμένο η ζωή
Έγραψα τα ψηλά καθήκοντά μου
Κατάπια εαυτόν και πόνο
Συρρικνώθηκα
Τώρα είμαι ένα ληγμένο σύννεφο που ούτε μια βροχή δεν μπόρεσε να φέρει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου