Εμμένω σε μια μνήμη πεντακάθαρη από κείνες
που η κοινωνία δεν αντέχει γιατί
Αγαπά στους λεκέδες να δείχνει φιλότητα.
Αναρριχώμαι σε μια αγιάτρευτη αθωότητα.
Πού αυτοκτονείς καημένε μου και πού λαχανιασμένος ιδρύεις
Κράτη της φωτιάς και του πολέμου τις έχιδνες;
Α Ποίηση, σαν υφιστάμενο Ρόδο που κραυγάζει πορφυρό μες τους αιθέρες!
Σπουδαία η καταβολή σου!
Εγώ που ξέρω από απλότητες που διαβρώνουνε το μιαρό
Σώμα της νύχτας, εγώ
Ξιφασκώ για να διαλαλήσω την χάρη σου!
Σε έναν στίχο θα πεθάνω, κλίνη ερωτική μου παράφορη!