...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

25 Δεκεμβρίου 2014

Νύσταξα μες τον ήλιο









Νύσταξα μες τον ήλιο, τα βλέφαρά μου ήπιανε
το μέλι του
κι ως την ψυχή, αυτό που έψαχνα
το βρήκα.
Δρόμος για να μην πάω πουθενά, ένα σημειωτόν
στην ανατολική πλευρά ενός βουνού όπου μονάζω
μακρυσμένος
από των πόλεων τον κορεσμό.
Τίποτα δεν έμεινε απ’ τις σελίδες που ξεφύλλισε ο αέρας.
Το μεσημέρι με κεραυνοβόλησε
κάτω από τον ιαματικό ουρανό του.
Έγραψα την καρδιά μου πάνω στο πλατύ στέρνο της γης.
Αφουγκράστηκα τον ωκεανό, δέχτηκα
Τον Λόγο
όπως μου παραδόθηκε
στου ύπνου τις σπηλιές,
στου ξύπνου
το ξημέρωμα..










Εορταστικό..






Ήρθε και έφυγε και ξαναήρθε το όνειρο
σαν ένα παιδί που μπήκε μες το σπίτι και μετά
ήρθε και πάλι πίσω στο παιχνίδι. Οι συστολές μου
χαλαρώθηκαν.
Επίμονα
η ίδια εικόνα με πολιορκούσε.
Αν έφυγε κάτι, έφυγε σωστά
το απορρόφησε ο Χρόνος. Η νύχτα
μάζεψε τα ορφανά παιδιά της
και στάθηκε κοντά στην φάτνη, πάνω
από τον νέο Ιησού
που έκλαιγε αφήνοντας την ιστορία του
μες του Πατρός την αγκαλιά.
Δέντρα που ευαγγελίζονται αβρότητα, μαχαίρια
με κόψη ίδια του ανέμου, βιολιά
Αρχαγγελικά
που δυναμώνουν την προσήλωση-
μια Θεία Λειτουργία
που φτάνει να ακούγεται
ως τις αλάνες του ουρανού..


24 Δεκεμβρίου 2014

Όπως μνημόσυνο…






Βαθύ χαράκι πάνω στον κορμό του δέντρου
Κυρτό φωνήεν που επάνω του εδράζεται η πικροθάλασσα
Κοπέλα με τα μάγουλα της ροδαλά, σχεδόν θεά απ’ όπου και να την κοιτάξεις
Η Πέμπτη σκαρφαλώνει στην αιωνιότητα
Όπως ένας σκαντζόχοιρος ο χαμερπής
Βολεύει τις ανάγκες του πάνω στα άτεγκτα αγκάθια
Θάνατος που ξεθύμανε θάνατος κροκάτος
Σαν να του λείπει το αίμα και για μία ερυθρότητα να νοιάζεται-
Διαβάζω πάνω στην γαλήνη του μαρμάρου:
Απεβίωσε…..
Ετών 28
Δεν την λυπήθηκε ετούτο το σκοτάδι που αποστρέφομαι..


Να…




Να σε ψιθυρίσω στα φύλλα που θροΐζουνε να σε απαγγείλω
Στις μαινάδες της γραφής να σε εκστομίσω
Σαν ύβρη θεόρατη μπροστά από ναό
Να σε καταπιώ
Σαν γουλιά που ανάβει τα κύταρρα να σε θέλω
Όπως η μεγαλουργία του έρωτα ορίζει
Διψαστικά
Αέναα
Στην απαρχή των πραγμάτων και στην συντέλεια
Των γεγονότων
να σε μεταλάβω
σαν κοινωνία του πόθου να
με σκλαβώσεις όπως ωραία ποιείς
την απολυτοσύνη της ελευθερίας.

Να με διαλύεις όπως ο αέρας ρημάζει τα θυσανωτά
Κλωνιά των δέντρων και
η μέρα πέφτει κάθετη
Πάνω στα υπερβάλλοντα φυτά – να
Μην με υπερασπίζεσαι να με αμφισβητείς
Ολοκληρωτικά και να με αποδιοργανώνεις
Μικραίνοντάς με όσο να με βρει
ένας παράξενος θάνατος..


Επεξηγήσεις…




Και που σου μίλαγα, ένας σπόρος τραυματισμένος με σιωπή έπεσε κοντά σου
και ράγισε η γη για να τον δεχτεί να φυτρώσει.

Με αμηχανία κοίταξες τότε ψηλά,
όπου οι επουράνιες εκμυστηρεύσεις των αγγέλων κάλπασαν μες το στερέωμα και
έγιναν κάτι πιο ροδαλό απ’ τον ειρμό που έχουν τα σύννεφα
όταν πουθενά, αλήθεια, δεν πάνε.

Το παραμύθι άρχισε.

Ήσουν η ερωμένη μου-

Λυγερή και κεχριμπαρένια όπως σε αναγνώθει μόνον η Άνοιξη.

Σε τοποθέτησα στην κοίτη την λυρική των ποιημάτων
Και υπέμεινα την μοναξιά μου
την μέγιστα αντιφατική.

Εκείνη μου έδωσε αυτό το ρήμα που πάνω του
Χτίζω τις πολιτείες των στίχων και
τα χωριουδάκια του ντουνιά.

Και
συναναστρέφομαι αυτούς τους λαϊκούς ανθρώπους που αγαπώ και
που,
καθένας τους,
μες την καρδιά μου κι από άλλο δρόμο φτάνει..



23 Δεκεμβρίου 2014

Είσαι…









Δριμύ κρύο και ο Δεκέμβριος
είναι μια αμετάθετη άποψη
Εορταστική.
Ατόφιος από ξύλο
Ατόφιος από χιόνι
Ατόφιος
Δώρο
το δώρο των παιδιών.
Όταν νυχτώνει
μυρίζει τζάκι και δρύινη σπίθα.
Εσύ είσαι γαντάκια μάλλινα και κουκουλωμένη
Μες το βαρύ σου χνουδωτό παλτό.
Το χνώτο σου πάνω στο τζάμι αφήνει
έναν έρωτα να ξαναειπωθεί.
Χουχουλιάζεις στον χρόνο που σε σέβεται
Και αφήνεις το φιλί σου να ανήκει
Στον αήττητο καιρό των δακρύων..




Τοπίο το κοντά μακριά..





Δυο βήματα από την παραλία,
η μέρα κλέβει εντυπώσεις απ’ την θάλασσα
                                                         και ο ήλιος
                              ματώνει το πιρούνι του επάνω
                                                στο κορμί του ψαριού.

                     Οι θερμοκρασίες ζητούν τον τροπικό τους και
                                                         ο ωκεανός μένει άσπιλος
                                                 κάτω από τον απλωμένο ουρανό.

                                                                     Στα όρη το χιόνι παίζει
                                                                         με φόντο που μπορεί.

                                                          Εκεί που δεν το περιμένεις,
                                                              γεννιούνται θεότητες,
                                      δοξασμένες στο διάβα των αιώνων.

                                  Τα κάλαντα του ανέμου αντηχούν
                                          επάνω απ’ την κοιλάδα και
   μια ιαχή από θρίαμβο αρχαίου πολεμιστή ανοίγει
                             τα αυτιά του πέρα κάμπου σαν
                                      ματωβαμένη ανεμώνα..


ΤΟΠΙΟ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ..



Καλά λοιπόν η μοναξιά..

Όμως να πνεύσει ένας άνεμος εφηβικός και να με πάει ίσαμε αυτή την δύση στον ορίζοντα στο βάθος του που καίγεται
Τι καλά!

Τόχα μαντέψει το γραφτό μου κει στους ουρανούς.

Είχα πει να δώσω μοίρα ο ίδιος για τον εαυτό μου.

τί φρένιαζε το αγρίμι του αίματος..

Στην άλλη γειτονιά που είχα κατοικήσει και εγώ για έναν καιρό

Τώρα προβάλανε στο παραθύρι τα κορίτσια.

Στο μελαγχολικό τους πρόσωπο
Παιζογελούσαν οι ειρωνείες.
Με το στανιό τους έπαιρνες κουβέντα.
Όπως:

«Η ελπίδα χέρι που δεν ωφελεί κι αν το ‘χεις
Αλλά δεν τήνε λέω ακατοίκητη την μοναξιά,
Υπάρχει μια αντήχηση του πόνου σου μέσα στις φλέβες του άλλου..»

Φυσούσε αεράκι ανοιξιάτικο.
Στις σελίδες του βιβλίου που μπροστά μου διάβαζα σκουντουφλούσε. Αν

Θα κοιτούσα από το τζάμι,
Βρωμισμένο από τα μυγοφτύματα,

Μακριά κ’ αψηλά περνούσε
Με τον καπετάνιο του που παραλόγισε
Το συννεφένιο καράβι..

Φορτία νοσταλγίες και τα νερά στο κόψιμο της πλώρης
Να παφλάζουνε ευτυχισμένα.
«Άγγελος δεξιά..» η φωνή του ναύτη ….όμως

Στην γη
Δύσκολα που υπάρχουμε!

Με τον φόβο ολοένα μεγαλώνοντας
Τον άλλο φόβο…
Και το χέρι μας άτολμο
Να μην έχουμε κιόλας καταλάβει
Πως με μια τόλμη της ψυχής νικιώνται όλα:
Σαν σπαθί ο γόρδιος που θα κοπεί για το ανάστα μας..

Ροδαλά ή μολυβένια ή μαύρα
Μπόρεσα μια στιγμή να δω τα κάστρα τ’ ουρανού
-Μες από μια ύπνωση ίσως-

Κι η φαντασία μου που λευτερώνονταν σε μεριές κι ακίνητη,
Να γυαλοκοπά πάνω τους το φεγγάρι,
Φοβίζοντας την πράξη που ‘ναι της κακίας ορμήνια.

Κι όταν

Είχε κλώσει για καλά η μέρα πλάι στην πικροδάφνη ή στα νυσταγμένα νυχτολούλουδα

Αγγέλους πολλούς γύρω από κάποιον με φλογέρα

Που αρμένιζε νότες μελαγχολίας ή αγάπης γύρω του..

Η ίδια ερημιά που φοβόμαστε οι άνθρωποι!

26.10.1981

21 Δεκεμβρίου 2014

Θηλυκή φωτιά




Πίσω από μια πόρτα που δεν ανοίγει
Στέκομαι περήφανος και λυπημένος, σχεδόν
Όπως ένα παιδί που το μαλώσαν
Και κάναν’ τα μάτια του να κλάψουν..

Στάζει μες την καρδιά μου ο ουρανός
Με την σιγανή άσπρη βροχούλα του
Συντεταγμένη.

Περνάς με τα έκπαγλα μάτια σου
Ντελικάτη σαν ένα ιερό κίτρινο σύννεφο
Και τραγουδάς όπως μια αιχμηρή ηλιαχτίδα.

Θηλυκή φωτιά που νομοθετείς
για τις απώλειες
Χιμαιρική και ματαιόδοξη
Όσο χρειάζεται για να βαφτεί
με όνειρα η μέρα..






Αντεπίστροφα..




Το σώμα εκπέμπει αιθέρα και μετά μαραζώνει
γερνώντας με καλλιέπεια.

Σαν του λουλουδιού η όψη που,
κι όταν μαραίνεται
μένει η τεφροδόχος μιας υπερφίαλης Ομορφιάς.

Υπέροχα!

                 Αντικαθιστώνται οι μοναξιές με εσωστρέφεια που ανθίζει.
Λοιπόν:

Άγουρο είναι το φως κι αφιλοσόφητο-

Αν το προσδιορίσεις: εκπέμπει θάνατο.

Πίσω από την οθόνη οι αναγνώστες είναι φιλικά διακείμενοι αλλά
Face to face είναι έτοιμοι να σε κατασπαράξουν. Πώς το βλέπω

που με τις ρίμες τίποτα δεν κέρδισα;
                                                            Μου έμεινε μόνο
η μέθοδος
αυτή η ταπεινή θεά
που με βγάζει στην αντίπερα όχθη
των γεγονότων

Ράβω τα κουρέλια μου και
γίνεται το πόνημα
μια παλιατζούρα που μιλά
κι όμως αλήθειες
από αυτές που δεν τολμά κανείς να πει..



Τελεσφόρο…(ή, το άγχος μιας σκιάς..)




Δύουν οι κοινωνίες αλλά προχωράνε-
κι όμως.
              Πίσω από τα κατορθωμένα τους
υπάρχει μια σκιά
κάπου έξω
                 από την επικράτεια ετούτης της ηπείρου
μια σκιά βαριά
σαν να χει ‘ρθει
      από απώτατο θάνατο
      μια σκιά που πλάθει τύψεις
      μια σκιά με βαριές αλυσίδες.

Αγκυροβολημένη στο έδαφος όταν το έδαφος
χάσκει
σαν πόρτα άλλης διάστασης..

Βαραίνει ολοένα, φτάνοντας
στον κώδωνα της φρίκης.

Πώς να δω πίσω από την άϋλη ύλη απ’ την οποία απαρτίζει
η δυστυχία έναν άνθρωπο
κλέβοντας τα πιστοποιητικά του;

Χτυπούν τα τηλέφωνα· αυτό που ξέρω καταρρέει
ανισόρροπο και ισορροπημένο
κάτω απ’ το σήμερα που κρατά κλοπιμαία
και μια αδικία
που σε καμιά εποχή
δεν τελείωσε..



Γράφω σαν αντικλείδια



Πάνω στην κουρελού της γης, η χλόη μαίνεται
ντροπαλή και δοξασμένη..
Αιωρούνται πουλιά και η ζωή μου προσανατολίζεται
στην άμεμπτη αθανασία.
Καθόλου υπόνοιες για τον αέρα που ορμά
στα λιβάδια του ήλιου.
Ο Δεκέμβριος ζαλίζεται μέσα στις μυρτιές και ζητά
άσυλο στο φως που έχει
κράτος στην αμνησικακία των ερώτων.
Συμπάθειες πέρα από την ώρα της ψυχολογίας.
Δουλεύω για έναν κόσμο αδούλωτο.
Αντίκρισε ο πανικός την ελπίδα μου και μεταβλήθηκε
σε δυστυχία κολασμένη.
Βλέπω τους φίλους μου να σκαρφαλώνουν
στην Ημαθία των Αισθημάτων.
Το Γεγονός γεννά ευγένεια και, με αυτήν,
πορεύονται οι ερωτευμένοι.
Μετά, γλιστρούν γλυκά οι μνήμες στην απώλεια..
Στο μεταίχμιο όλων,
το πάθος γράφει διθυράμβους
τεχνηέντως.
Έρχεται η φυλακή που αποδιώχνω και μου βάζει εμπόδια.
Γράφω σαν αντικλείδια που θα εκπορθήσουν
κάθε αποκλεισμό..






Ευρεσιτεχνία της νύχτας…





Στην μέθοδο του ανέμου αποσχηματίζεται το άνθος και μένει
Μια αχνή σκιά που τρεμοπαίζει, έως να χαθεί,
Κάτω από της νύχτας τις ταξιαρχίες.

Τα γέρικα άστρα μιλούν σιγά κι εκμυστηρεύονται αταξίες.
Του σκοταδιού η κοίτη κλέβει λάμψη από το φεγγάρι.
Καθεύδει ήσυχα ο Θεός.

Ακούω την θάλασσα που σκάει πάνω στα ανατολικά βράχια του ονείρου.
Οι γεωμετρίες που γνώριζα αποχαλινώθηκαν.
Μένει ένα σαθρό φωνήεν από λέξη που δεν έφτασα να πω.
Μένει ο τόκος από το αβρό φεγγάρι
Που μαλαματώνει του κοιμητηρίου την παραδοχή.

Οι νεκροί κοιμούνται. Ήσυχα και αποφασισμένα.
Ανάμεσα στον ύπνο τους χωρά
μια ψαλμωδία από κείνες που εισβάλλουν
Ως τα βασίλεια του αμετάκλητου.
Πουθενά δεν θα βρω τον πατέρα μου.. Πουθενά..

Όμως, τίποτα δεν αλλάζει.
Εσύ είσαι εσύ κι εγώ απλώς επιδιορθώνω
Το ύφασμα των ονείρων που καταρρακώθηκε
Στον μαχαλά που κλαίν ακόμη γιασεμάκια.





Έρωτας ο τότε…



Για το άπειρο,
όσες φλογέρες έμαθα, καμιά δεν μου είπε τον ύμνο
που ανήκει και μόνον στα μάτια σου-
Φωτιά με φωτιά,
κι αναπαμό δεν έχει-
έτσι ιχνηλατεί ο ποιητής μες την αιωνιότητα…

Σε έχασα σε βρήκα, ήσουν αόριστη
ήσουν οριστική, ήσουν παράγραφος της καταιγίδας
ήσουν φεγγάρι του βραδιού, ήσουν η τήλε επικοινωνία
πέρα απ’ τον χρόνο τον συμβατικό- ήσουν
μελαχρινό τραγούδι
ζυμωμένο με ελπίδα και φως,
ήσουν των φωνών η φωνή..

Σε διάβασα μια ερωτική νύχτα που ήμουν πολύ κουρασμένος, γυρίζοντας
από περιπλανήσεις του βορρά, αφήνοντας
τον εαυτό μου να μπει,
από τις γαλαρίες των ματιών
στα ορυχεία της ψυχής σου,
που λαλεί,
χίμαιρες και ζωηρές αντιφάσεις.

Κι εκεί σε βρήκα: να μηδενίζεις τα στροφόμετρα της λύπης,
διάπυρη και έκπληκτη
από των άστρων τις μαγείες.

Το άλλο πρωί
ήμουν κοντά σου και ήμουν μακριά –
έτσι όπως η ζωή αποφασίζει..

Κράτησα μόνο τον παλμό και το βέβαιο ύφος
της αστραπής της μέσα σου.

Και τον ήλιο που βγήκε,
τελάλης ενός έρωτα που,
πάντα,
θα μου ανήκει..



20 Δεκεμβρίου 2014

Διάφανο, ιερό Σαββάτο…







Για το χρυσάφι του ήλιου σου ήρθα.
διάφανο ιερό Σαββάτο.
Στα ρουθούνια μου
ο αέρας γράφει
καλπάζουσες ανάσες.
Ουσιαστική μέρα,
πολύτροπη,
ευφραντική,
που η οσμή της
γέμει τον ουρανό
φλυαρίες της πικροδάφνης..
Λαγαρό πρωί, ο άρτος της χαράς
φούσκωσε
και όλα θα θραφούν από την ύλη αυτή
που στέκεται μες το ποιητικό σύμπαν..
Χοροπηδάει το μικρό σπουργίτη πάνω στα πλακάκια.
Η ουρά του
είναι ένας κονδυλοφόρος που αφήνει
χνάρι απλότητας
μες το καθημερνό.
Στους ίσκιους κάτω
των δέντρων,
η δροσιά μαλώνει με το επιφώνημα
των ηλιαχτίδων.
Σήμερα,
που η ζωή κερδήθηκε
μέσα και έξω
από την γραμματική της..




Κατοικίδια χαρά…





Αγαθό ζώο, ήρεμο,
μες το κρύο του χειμώνα,
με κοιτά
στα μάτια
ελπίζοντας
σε ένα βλέμμα ζεστό, αφήνοντας
την ψυχή του ανοικτή,
σαν βιβλίο,
να πλανηθεί
ως την καλοσύνη μου,
σφοδρή αφοσίωση, άκαμπτη,
απ’ όλων των ειδών τις κακουχίες,
δίνει ένα τέλος
στην αμφιβολία μου αν
αξίζει τελικά η ζωή..

Και τότε,
με μια μικρή μπουκιά εξαργυρώνω
την γλύκα αυτή που
δεν λέγεται-
Πώς να το πω να το πιστέψεις; Μια υγρασία
από δάκρυο σταματημένο
νιώθω στα μάτια μου,- μικρή στιγμή
γλυκιά, αιώνια!

Φτάνω στο σπίτι αργά. Με περιμένει
έξω απ’ την πόρτα, διασκορπίζοντας
συγκίνηση μες τον αέρα.. τότε
που η κούρασή μου αφοπλίζεται
σαν βόμβα
από μια απλή χαρά
του κατοικίδιου που τρέχει πίσω μου
φάρος των φάρων και πομπός
της αισιοδοξίας που θέλω..



Πάτρα 5.12.2014




Χαρακτήρες των λουλουδιών, αμόλυντοι, επιχρισμένοι
από μια πάχνη αιωνιότητας· πρωινή υγρασία
σαν χνούδι νερουλό,
πάνω στο μάγουλο των φυλλωμάτων· μυστικό
σκέλος
από μια απόφαση που βαραίνει
διχά
με την ακριβολόγα μου γραμματική να ωφελείται
απ’ την κατάφαση όλα να είναι ζωή, η ζωή
να είναι ζωή, περισσότερο ζωή
κι από κάτι που αναστήθηκε
από βαρύτατο θάνατο.

Πού έμαθα να καρτερώ και να αναφλέγομαι από ποιητικές προσδοκίες;

Εξαντλημένος από τις μετακινήσεις-
Τρέχω να τρέχω, μα
μες την γλώσσα είναι εμένα τα τρεχαλητά μου.

Αφήνω πίσω μου τα επιθετικά επίθετα,
τις μνησικακίες που θρέφουν
το μαραζωμένο εγώ
του κοσμάκη

Κοιτώ την πληθωρική φύση του ευτυχισμένου-
Για μια υγεία διαφορετική ανησυχώ.

Όποιος γνωρίσει το πρόσωπο της Αυγής
δεν συμβιβάζεται με τίποτα που ελκύει αμετάκλητη νύχτα..

                                                 Πάτρα  5.12.2014


Για τις λεπτομέρειες που μου ξέφυγαν...

Για τις λεπτομέρειες που μου ξέφυγαν,
πήρα πρωτοβουλίες υπνοβάτη·
Έδεσα το όνειρο με τον ύπνο
και την αγρύπνια μου με τον καημό-
Μπορεί γλυκά να νοσώ,- ποιός ζει
πίσω από τον εαυτό μας
καταδικάζοντας την χαρά να λιγοστεύει;
Είδα θανάτους που δεν κατανόησα, είδα
να κόβουν σαν γυαλί την τιποτένια μας υπόσταση-

Και φιλοσόφησα  
ανοίγοντας την πόρτα της εξόδου,
της εξόδου
προς τον ορίζοντα
που τίποτα ο ίδιος δεν ορίζει
άλλο
από ένα ηλιοβασίλεμα
μελαγχολικό.

Τι θέλω τώρα που ο θυμός μου γκρεμίζει το νυν και μένει
σαν φρούτο με κουκούτσι πα’
στο δέντρο της παλιοζωής;
Δένει σιρόπι λογικής το κατακάθι της κατάθλιψης..
Θαμπώνουν τα γυαλιά μου·
η μοναξιά εκπροσωπεί όλο το θείο
παραμύθι που ανάγκη πάντα θα έχουμε..
Κι όμως-
εδώ που δεν θα φτάσω έφτασα-
Ο ύπνος
είναι μια πρεμιέρα έργου που σκαλώνει
στο ανέφικτο…

                                                 Πάτρα  4.12.2014


9 Δεκεμβρίου 2014

Α ρε ντουνιά! Άντε να δούμε ποιος σε σουλουπώνει ..




Υπάρχει φως μέσα μου που ορίζει περιπλανήσεις-
Κι όμως: είμαι καθεστηκυία φωνή·
Με ορίζουν αόριστα σχήματα και βαλάντια σκέψη·
Δράττομαι της ευκαιρίας: η Ποίηση
Από όλους τους πόρους μου κανονιοβολεί.
Μακελάρη Χρόνε, καθόρισε μου τις θρησκείες του εαυτού
Τον τρόπο που οπλίζεται το χέρι
Και πώς το φανατικό σκυλί γαυγίζει
Ανά τους αιώνες
Πάντα το ίδιο
Κενό στο κενό.

Πολύβουη Πάτρα, Αχαΐα δεκεμβριάτικη-
Οι τελείες τρώγουν τις παραγράφους μου·
Δεν τελειώνει η λατρεία που οι εικόνες μου επιβάλλουν,
Δημοπρατώ αισθήματα που τα κατοχυρώνω
Σ’ αυτούς που το καταλαβαίνουν ότι οι εποχές
Έχουν ανάγκη Αθωότητες-

Α ρε ντουνιά! Άντε να δούμε ποιος σε σουλουπώνει ..

Αυτά που μηχανεύομαι δεν θα εκπορθήσουν την Τροία
Πραγματικότητα- θα κάνουν όμως
Τους συνειδητούς να αποκτήσουν αισθήσεις
Πολυδύναμες·
                        Τελώ υπό την επήρεια μέθης
Ερωτικής…

                                        Πάτρα 4.12.2014




6 Δεκεμβρίου 2014

Στον Νίκο Καζαντζάκη…





Πού το βρήκα το θάρρος, καμιά νύχτα δεν με σκέπασε
Κανένας ύπνος δεν με πήρε, περπάτησα
Και περπάτησα και περπάτησα
Μετεωρίστηκα σε άγνωστους δρόμους- α Κρήτη γλυκιά
Το πετιμέζι σου
έσταξε μέσα στην καρδιά μου
Στύλωσα το αυτί, γνώριμοι μου ήταν οι ήχοι, όχι όπως
Στις ξενιτιές και ο ήλιος δαγκώνει,- τηρήθηκαν
Και δεν τηρήθηκαν οι αποστάσεις- στέρησα
Τον εαυτό μου από πολλά, μα όχι
Από αυτό το μέλι της πατρίδας που το αναζητώ
Παντού και με ευφραίνει- θέλησα
Να είμαι μέσα της αληθινός,
Έγραψα την ψυχή μου, άκουσα την ψυχή μου
Η θάλασσα με συνέφερε με τα δυνατά χάχανά της..

Αδούλωτος αυτός ο τόπος, με κάνει
να σκέφτομαι
Που είσαι αέρινος τώρα, Γίγαντας
Των Γιγάντων, Όσιος
Κι ας μην το θέλουνε οι μοχθηροί
Μικρόψυχοι θρησκευάμενοι- αλλά τι ξέρουν αυτοί
Από ελευθερία που έχεις; Από τα κόκαλά σου ακούω το μύρο
Που ξεπερνάει τα χώματα και δεν αφήνει
Το Πνεύμα σου να κοιμηθεί-

Το ξέρω το Πνεύμα σου, περπατά μαζί μου
Καταργεί τα σύνορα, λάμπει
Με το που έρχεται η αυγή, γράφει
Τις μαντινάδες της Απόφασης, χορεύει
Τον πεντοζάλη της φιλοσοφίας, α Ακοίμητε
Αναπαύσου στην ντάπια σου αλλά
Πουθενά δεν αναπαύεσαι, συχωρνάς
Μόνο αυτούς που προσπαθούνε περισσότερο
Και περισσότερο- Ιερωμένε
της Απλότητας που, από μόνη της,
Είναι θρησκεία- μεγιστάνα
των Ιδεών, δες
Η Κρήτη σε κρατάει στα σπλάχνα της και, έτσι,
Εσύ, ο Εργάτης ο Α-φρόνιμος
Επιχειρείς μια «έφοδο στον ουρανό»…

                                                Ηράκλειο Κρήτη  28.11.2014



4 Δεκεμβρίου 2014

Βουρλίζομαι ο πανδαιμόνιος




Γνωμοδοτούν οι αρμόδιοι να καλλιεργήσουμε χάος


Πρέπει να τους πιστέψεις κατά τα λεγόμενα


Αλλά πώς να αφήσω το μυαλό μου απέξω;


Πώς να μπορέσω να μην σκέφτομαι;


Δημαγωγεί η παράταξη


Γραβάτα κόκκινη σαν γλώσσα φόρεσε ο πρωθυπουργός


Σαλιαρίζει γλοιώδικα


Υπογράφει τις τονισμένες μας φτώχειες


Το μέλλον δυσχεραίνει με έμφαση


Κάποτε θ’ αποβλακωθούμε- πού θα πάει


Θα τουφεκίσουμε με καρδιά


Συμπυκνώθηκαν οι προδότες


Υποθηκεύουν τα πάντα


Βουρλίζομαι ο πανδαιμόνιος


Να κλωτσήσω θέλω


Σαν ποδοσφαιριστής που στέλνει στα γκολπόστ αυτόν


Τον στρογγυλό σαν μπάλα αρχηγό..

2 Δεκεμβρίου 2014

Έχει μεράκι τελικά η ψυχή




Σε τίποτα δεν εκπλήττει το σύννεφο να είναι σύννεφο και ο αέρας αέρας-
Θέλω να πω, αυτοσαρκάζεται η Φύση,
όλες της οι εκδηλώσεις
μακιγιάρονται
για να μοιάζουν υποφερτές..

Στο σημείο το ένα που το κρητικό μαχαίρι κόβει
πιο δίκαια από τον ήλιο ή
στου Ηρακλείου την λιακάδα βρήκα
έναν παλιό λυράρη να σιγανοτραγουδά
σε ένα μαγαζί που έφερε ποιότητες του πάλαι..

Έχει μεράκι τελικά η ψυχή· κρατά
με ευλάβεια την λεβεντιά της.
Χτενίζω τους δρόμους περπατώντας
μόνος
και σκέφτομαι κάτι
που λείπει
κάποιον που λείπει κι όμως
είναι στο κεφάλι μου
χωμένος,
δω πάνω,
κάτι ελάχιστα χιλιόμετρα πιο πέρα
από το σήμερα, και όμως
με τον τρόπο του
παντοτινός..

Πουθενά δεν ανήκω..
Έχω κλέψει μια λάμψη που περπατά
συντηρώντας
τα λεξιλόγια και τους δίνει
την άφθαρτη μεγαλοσύνη
που γελά
σαν πνεύμα
που σκορπίζει ολόγυρα
η φαντασία του πουνέντε..

                                                Ηράκλειο Κρήτη  26.11.2014





1 Δεκεμβρίου 2014

Κρήτη αληθινή





Ζούμε υποταγμένοι σε μικρούς ανταγωνισμούς-
Κι όχι που έχει σημασία· ξημερώνει·
Βραδιάζει· η μέρα κλέβει τον θαυμασμό μας·
Είμαστε χαρούμενοι, είμαστε λυπημένοι·
Γκρεμίζονται κάποτε οι βεβαιότητες, πλουτίζουν
Οι μεγαλοπρεπείς μας απαιτήσεις·
Οι πόλοι αλλάζουν- όλα καταλήγουν
ν’αξίζουν έναν έπαινο
Που κομματιάζεται και διαχέεται
μες το τοπίο
Που μου δίνει μια νέα λογική, μια νέα όραση
Να καταλαβαίνω πόσο διαφέρουν οι ταχύτητες
Που κάνουν την φιλοσοφία να είναι πολεμική και
Ανανεωτική
για την σελίδα που φλερτάρει
με την ιστορία πριν
Γίνει αντιφατικό παρελθόν.

Κρήτη αληθινή, Κρήτη που δεν λήγει σε τίποτα προθεσμίες,
Κρήτη με πάθος της ελευθερίας της, δομημένη
Από ψυχές κρότου
Και λάμψης, Κρήτη
Που γεννά την θέληση, την νεωτεριστική
Άποψη του δράματος
που διαβάζεται
Από εκείνους που αρέσουν τις ιδέες που αναφλέγονται
πλάθοντας
Τον άρτο τον οικουμενικό
Αυτόν που δεν ξεθυμαίνει το άρωμά του, που χορταίνει
Τα πλήθη των φτωχών ονειροπόλων
Που κοιμούνται
άστεγοι
Λατρεύοντας τον ουρανό..

                                  Ηράκλειο Κρήτη 27.11.2014



Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου