...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Μαρτίου 2009

Μπορείς με θραύσματα να φτιάξεις μιαν εικόνα-
Σαν το ψηφιδωτό από ύλη και αισθήματα.
Και να συνθέσεις τα τοπία του μυαλού σου
Δείχνοντας τον άνθρωπο
Και το ήθος του
Και τ’ όνειρό του…

Πάνω εκεί επιμένω τώρα. Πάνω εκεί…

Σ.Π.

29 Μαρτίου 2009

58.

Μια ξανθιά συμπυκνωμένη γυναίκα
Την είδα βγαίνοντας ο Ιούλιος
Κορμί σαν από άστρο
Με πόθο εκπεμπόμενο
Ανεβαίνει
Τα σκαλοπάτια του βλέμματος των ανδρών.

Δούλη ιερή της σάρκας
Στα μαλλιά της ανταύγειες ο ήλιος
Η φιλαρέσκεια το χέρι της κρατά.

Όταν φτάνει στο απόλυτο ύψος
Από κάτω δεν είναι τίποτα
Ούτε άνθρωποι ούτε βλέμματα
Να την κοιτούν·
Ανέβηκε
Στο άφταστο τίποτα.

Τότε ζαλισμένη αναστέναξε και φύγαν πουλιά
Απ’ το στήθος της.

Κανείς δεν ήξερε ότι υπήρχαν μέσα της- κανείς!

Απλώθηκε μια ησυχία νύχτας-

Φεγγάρι ανάποδο·
Κρεμασμένο σαν ν’ αυτοκτονούσε

Αψηφούσε το μεσάνυχτο και άναβε
Τις ίδιες πάντα μουσικές φωτιές!

Ιούλιος 2008

28 Μαρτίου 2009

6.

Ένας χορός αγγέλων ήτανε για μένα και για το κορίτσι μου ήτανε
μια μελωδία των άστρων!

Γεύτηκα την βαθύλαλη ψυχή σου!

Σου έχω γίνει τώρα ένας αυλός
να φωνάζεις
απομέσα του και ν’ ακούει ο θεός!

Μουσικές στερεωμένες στην νύχτα!

Στον βαθύ ουρανό αρμενίζουν
όνειρα·

στην ρηχή θάλασσα πλέει
φεγγάρι…

Ηράκλειο 1980
ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΠΟΥΛΙ.

Το νεκρό πουλί της αυγής που το βρίσκει κατάστηθα ο ήλιος.

Η ψυχή του ανεβαίνει αργά προς τον ουρανό-

Σχεδόν την βλέπω: ιριδίζει
σαν φυσαλίδα του νερού που εξαϋλώθηκε.

Παίρνω στα χέρια μου το νεκρό του το σώμα.
Λυπάμαι
για την ζωή που έφυγε.

Τουλάχιστον να είχε επιτελέσει τον σπουδαίο άθλο ενός τραγουδιού!

Ένα απαλό πουπουλένιο κορμί που θέλει πια να ενωθεί με το χώμα.

Κάποτε φλυαρούσε με ράμφος του ύμνου και από κλαδί σε κλαδί
όργωνε τις ξανθές οπώρες των ωραίων ημερών!


15.5.2008

27 Μαρτίου 2009

67.

Να σε ξοδεύω με τον τρόπο που έχω, να μοιράζεσαι
μέσα στον άνεμο και την σκιά,
να εξέχουν τα στήθη σου πολεμίστρες..

Ως κι ο πόθος παρέρχεται αν σωστά
δεν τον συντηρείς..
Να είσαι
η θηλή που βυζαίνω και πάλι το γάλα
το μητρικό..

Να μου σβήνεις την αληθινή ηλικίa Να βυθίζομαι
στον αφρό της κοιλιάς σου. Να μην θέλω να βγω
ούτε για μιαν ανάνηψη!..

26.5.2008

26 Μαρτίου 2009

ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ..

Την ύλη τρώει η ύλη- αλλά
στα βαθειά των αποκαλύψεών της
εκμυστηρεύσεις πεταλούδας ταιριάζουν
ψυχής.
Σαν να μην μπορείς να εξηγήσεις κιόλας
το ελαφρό της πετάρισμα
προς το άπιαστο.

Θάλασσες
ανταμώνουνε τις θάλασσες-
μαγεία γεμάτες!

Κάτι απ’ τον βυθό τους υποψιαζόμαστε
γραμμένο
σε βότσαλο εξαγνισμένο
σε έρημο ακρογιάλι.


Τοπία ωκεανών,
ζούγκλες παρθένες, απάτητες
δυσκολεύοντας με το σκοτάδι τους την εξιχνίαση·
(το πένθος όλο στα βαθειά κρύβεται
των μυστικών του πόντου.)

Και αρδεύω με δροσιά βγαλμένη από όστρακο ανεστραμμένο
τα όνειρα·
μοσχοβολάνε τώρα!
Εσύ ξέρεις από τάξη ανθρώπινη αλλά ξέρω κι εγώ
άσπρα μαύρα γράμματα, κεφαλαία των πόθων γεωγραφία.

Πάλι θα είσαι εδώ
που αρχίζουνε οι ανεμώνες της θαλάσσης πάνω στα έξω βράχια
να σαλεύουνε αργά με το λιλά της αμεριμνησίας τους·
μηνύματα όλα!
Επικοινωνίες του γαλαζοπράσινου καθώς ο ουρανός σου
αποτυχημένος μάγος
αρνείται να σε πάρει ακόμα στα βαθειά.

Φτιάχνεις λίμνη από πρωτόγονα δάκρυα και
χορταίνεις ολοένα με περισσότερες λέξεις…

3.1.2008

20 Μαρτίου 2009

Μελαχρινή σαν το κοχύλι που ‘βαλα στ’ αυτί για να ακούσω θάλασσα

Σαν το τσαμπί του μαύρου σταφυλιού
Που χοχλάζει βαθιά του του θέρους το σφρίγος,
Είναι μου!

Θέλω να σε πω με αρώματα
Με γεράνια, με ορτανσίες
Τις γαρυφαλλιές να βάλω να σε απαγγείλουνε:
«Σοφία!»

Άκου με λοιπόν, είμαι ο άνεμος
Είμαι το σιγανό ψιχάλισμα
Κι αν μ’ αρνηθείς γυρίζω πάλι πίσω τον καιρό
Και κείνο που ‘θελες κοντά σου τ’ οδηγώ κοντά σου

Γιατί ποθώ να συντριβώ στις συμπληγάδες των χειλιών σου!

27.10.1981
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ.

Να μυρίζει ωραία το πεύκο κι ο παππούς μου αναστημένος να στέκεται

Ανάμεσα στις ανθισμένες κείνες που αγαπούσε τριανταφυλλιές.

Με το αγαλματένιο του χαμόγελο.
Πάλι καπνίζοντας.
Και ο καπνός
Όπως να βγαίνει έξω από την γυάλα ετούτη
Που τον κήπο περιέχει αυτού του ονείρου.

Κίτρινα και βαθιά
Κόκκινα ρόδα. Αιώνια σύμβολα!
Ξιφομαχούν μες τον ευωδιαστό γύρω μου άνεμο..

Τώρα μες απ’ το όνειρο κοίτα που αναιρείται ο χρόνος
Όπως με σπόγγο σβήνεται
Στον μαυροπίνακα η λάθος μας γραμμένη ορθογραφία-
Κι είναι ο δάσκαλος σαν χρόνος πάντα αυστηρός.

Να βλέπω τον παππού μου όπως αντιγράφω νοσταλγία στο μουντζαλωμένο μου τετράδιο
Που του περίσσεψαν τα λάθη και οι λέξεις αινιγματικές
Τους αναγνώστες του θα δυσκολεύουν-
Όλο.

Και μου λέει πάλι το μικρό του μεγάλο παράπονο.

Όπως καπνίζει και φυσάει τον καπνό
Ολοένα προς τα πίσω:

Προς τους πικρούς
Παλιούς ελληνικούς αιώνες!

7.5.2008

19 Μαρτίου 2009

ΤΟΠΙΟ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ..

Καλά λοιπόν η μοναξιά..

Όμως να πνεύσει ένας άνεμος εφηβικός και να με πάει ίσαμε αυτή την δύση στον ορίζοντα στο βάθος του που καίγεται
Τι καλά!

Τόχα μαντέψει το γραφτό μου κει στους ουρανούς.

Είχα πει να δώσω μοίρα ο ίδιος για τον εαυτό μου.

τί φρένιαζε το αγρίμι του αίματος..

Στην άλλη γειτονιά που είχα κατοικήσει και εγώ για έναν καιρό

Τώρα προβάλανε στο παραθύρι τα κορίτσια.

Στο μελαγχολικό τους πρόσωπο
Παιζογελούσαν οι ειρωνείες.
Με το στανιό τους έπαιρνες κουβέντα.
Όπως:

«Η ελπίδα χέρι που δεν ωφελεί κι αν το ‘χεις
Αλλά δεν τήνε λέω ακατοίκητη την μοναξιά,
Υπάρχει μια αντήχηση του πόνου σου μέσα στις φλέβες του άλλου..»

Φυσούσε αεράκι ανοιξιάτικο.
Στις σελίδες του βιβλίου που μπροστά μου διάβαζα σκουντουφλούσε. Αν

Θα κοιτούσα από το τζάμι,
Βρωμισμένο από τα μυγοφτύματα,

Μακριά κ’ αψηλά περνούσε
Με τον καπετάνιο του που παραλόγισε
Το συννεφένιο καράβι..

Φορτία νοσταλγίες και τα νερά στο κόψιμο της πλώρης
Να παφλάζουνε ευτυχισμένα.
«Άγγελος δεξιά..» η φωνή του ναύτη ….όμως

Στην γη
Δύσκολα που υπάρχουμε!

Με τον φόβο ολοένα μεγαλώνοντας
Τον άλλο φόβο…
Και το χέρι μας άτολμο
Να μην έχουμε κιόλας καταλάβει
Πως με μια τόλμη της ψυχής νικιώνται όλα:
Σαν σπαθί ο γόρδιος που θα κοπεί για το ανάστα μας..

Ροδαλά ή μολυβένια ή μαύρα
Μπόρεσα μια στιγμή να δω τα κάστρα τ’ ουρανού
-Μες από μια ύπνωση ίσως-

Κι η φαντασία μου που λευτερώνονταν σε μεριές κι ακίνητη,
Να γυαλοκοπά πάνω τους το φεγγάρι,
Φοβίζοντας την πράξη που ‘ναι της κακίας ορμήνια.

Κι όταν

Είχε κλώσει για καλά η μέρα πλάι στην πικροδάφνη ή στα νυσταγμένα νυχτολούλουδα

Αγγέλους πολλούς γύρω από κάποιον με φλογέρα

Που αρμένιζε νότες μελαγχολίας ή αγάπης γύρω του..

Η ίδια ερημιά που φοβόμαστε οι άνθρωποι!

26.10.1981

18 Μαρτίου 2009

ΙΟΥΛΗΣ ΜΙΑ ΜΕΡΑ.

Θρησκεία άνεμου σ’ όλα τα χαράματα!

Αυτές οι αυγές λουσμένες ένα φως το ροδαλό, μαγεία!
Κατέβαινα πελώριες σκάλες τ’ ουρανού, στο πλάι μου
Ένας Ιούλιος μ’ εξηνταδυό αγγέλους.

Όλα τόσο απλά!

Ακίνητα που μόλις μάντευες το βάρος τους.
Τον πόθο τους μόλις που μάντευες καθώς
Σταματούσες να τα κοιτάξεις..

Ένας άνθρωπος είναι μία ρυτίδα τ’ ουρανού.
Είμαστε τόσοι πολλοί
Κι όμως ο ουρανός δεν γερνάει-
Ίσως γιατί οι αποθαμένοι είναι πιο πολλοί από τους ζωντανούς·
Οι αποθαμένοι, ρυτίδες που σβήνονται..

Εκεί
Μέσα σε μια τέτοια μέρα
Όλη μετέωρη παν’ από μια μελαγχολία
Γνώρισα τον άνθρωπο που μου είπε:

«Βαρέθηκα ναμαι καλός μονάχα για τους άλλους
Και για τον εαυτό μου κακός,
Χαμογελώντας ολοένα ένα αόριστο χαμόγελο
Για να κρύψω το όχι μου
Αφού τελικά αυτό πιστεύω..»

Έπειτα έφυγε·
Μου φάνηκε δακρυσμένος.

Και μια άλλη κοπέλα που ήμουν στο πλάι της
Έχοντας τους τρόπους της μάνας μου να με συμβουλεύει..

Ίδιο το πρόσωπο, σκιαγμένο από τις έννοιες,
Ίδιο το βλέμμα ψάχνοντας και τι
Βρίσκοντας; Μόνο την λύπη..

Έπινε κοντά μου την ζωή όπως πίνει το μάτι το χρώμα
Ενός λουλουδιού την άνοιξη

Ανόρεχτο ωστόσο, γυρεύοντας να στήσει ένα ΕΓΩ πολεμικό ενάντια στη ζωή
Μήτε δειλιάζοντας όμως μήτε και θαρραλέα.
Να βλέπει μέσα στην ομίχλη του κόσμου.
Μια βραδιά είπε:

«Ζήσαμε σε ημέρες λυπημένες που να τις θυμάσαι σε δικάζουνε
Αφήνοντας ένα χνάρι ψυχής αποτρόπαιης
Και οι άνθρωποι που ‘ζησαν δίπλα μας
Ίδιοι όλοι μες την διάφορη ζωή τους
Καθένας τους βαστάει καλά το μυστικό του,
Θα το πάρει μαζί του, το ξέρεις,
Όσο αν θέλεις του γυρεύεις εξηγήσεις

Σ’ έχει προδομένο!
Γιατί τον έκανες;

1981

16 Μαρτίου 2009

Πίσω απ’ τα πεύκα που απλώνουν νήμα ανέμου

Είναι μια ανάσα πεταλούδας

Έτοιμη να κάψει τον βυθό του καλοκαιριού!
Γυαλάδα απόβροχη και ύφος των σπιτιών,
Ψυχή χειροβομβίδα μου
Ανατιναγμένη.

Μηνύματα του κόσμου σαν
Νεράκι γάργαρο
Και μύθος που κυλάει.

Για να μιλήσω πρέπει πρώτα να ξεφύγω απ’ τις λέξεις.
Κόρη συννεφένια λέξη
Που είμαι ξέρω αδέξιος
Να σε πω, να σ’ ορίσω

Κάνε τις επιθυμίες μου σαΐτες
Κάρφωσέ μου την ψυχή
Ας στάξει αίμα

Κόκκινα ας γίνουν ποιήματα
Κόκκινα όνειρα κι ας είμαι
Στον βωμό επάνω εγώ!
37.

Απ’ όσα λέω μόνο ένα άρωμα επιζεί
της γλώσσας, μιας κι η ευτυχία
ευπαθής μη μου άπτου κόρη
την παίρνει ο βοριάς και πάει
μακριά
μέσα στα πέρα σύννεφα!

Τίποτα δεν γνωρίζουμε.
Ο βίος τέτοιος είναι.
Πλάθεις υπέροχα με ύλη
αόρατη, φανταστική.
Κι απ’ τα βουνά απέναντι
αναχαράζει ο ήλιος!

Όλης της νύχτας οι εξάρσεις σαν μια επική σιωπή
τώρα που ξημερώνει
αφήνουν όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά-

Αν φωνάξεις
σε όλα χάνεται η φωνή
και πάλι μόνος είσαι..

7 Μαρτίου 2009

Να με φέρεις σε άλλες αλήθειες
Φύσα αέρα χρησμοδοτικέ
Και των Μαϊων μου Σύμβολε-Κρίνε…

Να καώ από φωτιά
Από Αίολο έρωτα
Να μυρίσω σαν ρόδο που χάραξε
Επάνω του μία ευχή
ο αιώνιος ήλιος..

Και άσε μου μόνο την λέξη την μία
Που δεν ξέρω αν θα προλάβω να πω
Άσε μου μόνο το όνομα: «Ευαγγελία!»
Που ακούγεται εντός μου έντονα
και να κατανοήσω προσπαθώ!

5 Μαρτίου 2009

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ..

Τουφεκιοφόρος ήχος που αναστατώνει το τοπίο-
στάζει δροσοσταγόνες το κάθε κλαδί-
η χλόη σπαρταρά στο φύσημα του αγέρα
όπως η μέρα ένδοξη και υποσχόμενη συνέχεια προχωράει!

Τίποτα πιο απίθανο από την μουσική!
Πλανιέται με ιριδισμούς ολόγυρα
και κάνει του χειμώνα τις γενναίες
αποκαλύψεις.

Βροχερές μέρες
ανάσκαψαν τον τάφο του καλοκαιριού-
μια σούδα ένα γύρω μου
και βρέθηκαν οστά θυσιασμένου ζώου
που δέχτηκε στην αγκαλιά του ο θεός!

Στον ναΐσκο δίπλα-
απ’ την ανασκαφή κτερίσματα
ενώτια και χρυσά
διαδήματα
έρχονται μες από τις λαξεμένες πέτρες..

Και οι αίγες ατίθασες
σκαρφαλώνοντας ταχιά πάνω στα ατσάλινα βράχια
μηρυκάζουν στο απόγεμα χόρτο και άνεμο
καθώς διέρχεται ο Πρίγκιπας των κρίνων
και χάνεται ολόφωτος μες τα βουνά!
ΣΤΙΓΜΗ..

Το πρωινό εκφράζεται με άνεμο
με δωρική αποκάλυψη
με γεωμετρική εντιμότητα κι ισορροπία
με εγγυήσεις ευθύτητας και νότες
εκεί που ένα σύδεντρο με λεύκες ζωηρές
ξαίνει τον χρόνο
κι αήττητο μέσα στα μάτια μου περνά..

Πετούνε χαμηλά πουλιά- σαν για να βρέξει..
Σε σχηματισμούς που αλλάζουν άξαφνα- κι αν δεις
από το γρήγορο πέταγμά τους
γδαρμένος μένει ο μολυβένιος ουρανός..

Θαμπά λόγια και θαμπότερα αισθήματα
και των μουσικών το μεσημέρι που βρέθηκε
να ελεεί τα ωραία άλογα
που απόκαμαν
και στάθηκαν αγκουσεμένα μέσα στα ιπποφορβεία της ημέρας..

2 Μαρτίου 2009

ΑΡΧΑΪΚΟ..

Ποιός θα μας προστατέψει από βασκανίες των ματιών;
Ασχημονούν τριγύρω οι άνθρωποι.
Δαδούχος μυστηρίων λεπτών
με χνάρι ανθρώπου που αρχαίες ανοίγει πύλες
πάω και πάω-
άλλων καιρών και ιδεών ο υπερασπιστής!

Ζει ο θρύλος του προτεραίου θεού!
Τα τωρινά μου ξίφη
παλιών ιδεών κατακτημένα
λάφυρα..
Ο λόγος του φωτός ιδρύει το κράτος του μες την πυξίδα του ήλιου!

Ανατολή των ιδεών και των αγγέλων!
Και ανεμπόδιστέ μου νου!

Όμορφο να μπορείς να καρπωθείς τις μελωδίες ονείρου!

Τώρα!
Και αεί!
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ

Β

Να σε έχω μ’ έναν τρόπο που έχουν οι θύελλες
Να εξουσιάζουν.
Να μου φεύγεις σχεδόν όταν να σε αγγίξω
κατορθώνω. Να αλλιώς μου μιλάς.

Στα μάτια σου αδιάβαστο ακόμη το φως, αδιάβαστος
Ο πόθος, η κάψα
Που θα συντρίψει την περαστική μου ώρα
Που θα ανοίξει άλλον διάλογο με τα πουλιά, που θα κρεμάσει
Σκουλαρίκι το τραγούδι των πουλιών πάνω στα αυτιά των δέντρων.

Δεν σε ήξερα, δεν
Σε φανταζόμουνα-
έτσι όπως μου αποκαλύφτηκες: θεά
άλλων αιώνων. Και τώρα
στρέφω το βέλος ο ίδιος στην καρδιά μου -ξέροντας
ότι θα πληγωθώ, ότι θ’ αγγίξω
όλο το σώμα του πόνου, την ανάσα που κόβεται, θα νιώσω
τον παλμό της ερωτικής αποκάλυψης.

Σε κάνουνε μοίρα μου οι νύχτες.
Σε κάνουνε
Μοίρα μου οι μέρες.
Σε μοιράζομαι με εκείνο που δεν φτάνω
Ούτε με τον νου, ούτε με την φαντασία. Σε φιλώ
Όπως ο αέρας την γη φιλά που του είναι φιλόστοργη μάνα.

1 Μαρτίου 2009

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ..

Καλά θα κάνω να μάθω να κοιτώ πιο πέρα
από τα γύρω μου σύνορα..

Τηλεφωνούν από το αόριστο οι φίλοι μου.

Ένας αέρας του θανάτου ξαφνικά
έναν προς έναν μου τους αναρπάζει
και τους πηγαίνει μες τους άλλους ουρανούς-
όπου ποτέ δεν θα εξαργυρωθούν τα όνειρα με όνειρα.

Οι καιροί προστάζουν: Υποταγή!

Φώναξε! Φώναξε! Τι να φωνάξω;
Χορτάρι η κάθε σάρκα…

Πάω με άλλες σκέψεις μες το μέλλον-
σκοτεινό..

Ίσως παράξενος να φαίνομαι-
αλλά αλήθεια έχω πονέσει για να μάθω να καταλαβαίνω…

Κατοχύρωσα την μέσα μου θλίψη!

Τώρα ανυπεράσπιστα ακούγονται από μένα τα τραγούδια.

Φεύγουν αποδημητικά προς έναν πέρα ορίζοντα
αθώας καρδιάς!

19.10.2008
ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ..

Τα άστρα της νύχτας δεν άφησαν ανοιχτό ουρανό..

Είχα αθροίσει μέσα μου χιλιάδες φωνές·

από παντού
με έτρωγε η μουσική
και η απελπισία του θανάτου.

Ένα πουλί σηκώνεται και καλοζυγισμένο
τρυπά με ράμφος εγωιστικό τον άνεμο.

Ήλιος που πετυχαίνει διάνα την καρδιά των λουλουδιών!.

Αιφνίδιο χτύπημα μια πρόθεση ανέμου ν’ ανεβεί ως πάνω.
Αλλάζει σχήμα,
πηδά μες το νερό,
αστράφτοντας
όπως η θέληση ανάβει φώτα
ξανά.

Σύριζα στο παλιό ντουβάρι οι μαργαρίτες μ’ έναν τρόπο που φιλοσοφούνε..

Στα κράσπεδα της ιστορίας οι λαοί που υποφέρουνε..
Τρώει το ξύλο ο άνεμος.

Έκρυβα μέσα μου των αισθημάτων την πυρίτιδα..
Μπαρούτι αψύ.

Ειλικρινά δεν ξέρω αν με λέξεις θα νικήσω…

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου