...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Ιουλίου 2017

Προσηλωμένος…


Στον στέρεο βαρύ κορμό του τραγουδιού, εαυτός
Σε δαπάνη, απομυζώ την ηλιαχτίδα, το τεύτλο της αγάπης, κι είμαι
Τροβαδούρος της έκπληξης, Βάκχος δυνητικός, ευσυγκίνητος
Βάρδος, που η πραγματικότητα δεν τον δαμάζει, ούτε
Η φωνή του σώνεται και αντηχεί
Στις ρεματιές, στα όρη και στα γάργαρα νερά
Των αισθήσεων..

30 Ιουλίου 2017

Ερωτικό αλλιώς..



Διασχίζουν τον ουρανό
Θραύσματα άστρων
και περνούν
τις συμπαντικές γαλαρίες
Του κορμιού σου-

Ήχοι μακρινοί,
Τραγούδια που ξεθύμαναν
Τρυπούν την ησυχία κι έρχονται
Σε μένα-

Φευγάτη είσαι όμως,
Όμως είσαι ερωτική θεά
Που έλειψε κι αναστατώθηκαν τα πλάτη-

Ξυπνώ μες τον θόρυβο
Οι ουρανοί συγκλίνουν
Δεν αντέχω τόση απώλεια
Έλα βρίσκοντας τρόπους να μηδενίσεις
τις αποστάσεις
Πιο ερωτική φωλιά δεν θα βρεις
από των στίχων μου το μετάξι..


28 Ιουλίου 2017

Στρατής Παρέλης, Αττική και πάσης Ελλάδος..

Issuu is a digital publishing platform that makes it simple to publish magazines, catalogs, newspapers, books, and more online. Easily share your publications and get them in front of Issuu’s millions of monthly readers. Title: Στρατής Παρέλης, Αττική και πάσης Ελλάδος.., Author: Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ,…
ISSUU.COM

ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ…



Εδώ είμαι ‘γω
Αγαπώντας μια μελαχρινή- μαθήτρια των άστρων!

Λιγοστά σαν τα αρχίζει ο ήλιος 
Και τα τελειώνει ο άλλος ήλιος
Τα χτυποκάρδια των πουλιών γιατί η ανεμελιά που τα ‘χει συμβουλέψει
Έχει έναν ρυθμό ημερωμένο.. Δίνει και δέχεται..
Όμως εγώ
Πολλά τα χτυποκάρδια μου
Γίναν το φουσκωμένο κύμα να μου πνίγει την καρδιά.

Η ώρα ήτανε ευγενική που κλείναν τα λουλούδια τα ματάκια τους
Μύριζε γύρω η ανάσα ενός θεού που θύμωσε..
Κρατιόμουν από αυτό το σούρουπο
Με το λίγο συννεφάκι και το ροδαλό που εξουσίαζε
Πλασμένος από λίγη ζύμη, ζυμώνοντας
Ένα μεγάλο ψωμί- ποιος το θέλει;
Αγάπη
Μελαχρινή
Με τα γυριστά σου ματοτσίνορα
Γεμίζει σκέψη, πολλή σκέψη το ντουφέκι που κρατώ
Δεν βαστά-τσακίζεται
Κι από μακριά
Τρέχει με ένα μήνυμα κακό
Η απόγνωση να με προλάβει..

Αλήθεια πού
Να ναι η ζωή σου να ‘ρθω να σε βρω;
Ποια λύπη να σκουντάει η ανάσα σου να έρθω να σε καθησυχάσω;
Είμαι κουρασμένος απ’ τον πόνο… όμως
Ξεκούραστος για την αγάπη.

Ευτυχώς υπάρχει πάντα κάποια λέξη 
Και στο πλάι της άλλη και στο πλάι της άλλη- ποίημα

Και κάτι ιδέες κρυφές
Αγαπητικιές μου οι ίδιες
Κρύβομαι μέσα τους
Ποιος θα μ’ αναγνωρίσει
Όταν πέφτει το φεγγάρι μες τον ύπνο μου
Σε ονειρεύομαι..

Είναι μεσάνυχτα από ψυχή αγγέλου
Ένα απρόσμενο κουράγιο μου πέταξε μέσα στου ουρανού τα 
Άπατα
Το κυνήγησαν άνεμοι- έφυγε, πάει
Έφτασε το χρυσάφι του ήλιου- το κατόπι
Το πήραν πόθοι- έφυγε, πάει
Έγινε ευτυχία! Δυστυχισμένος

Ρεμβάζω..
Ένα παιδί ορφανό στα σκαλοπάτια του κόσμου και το θλίβει η 
Βροχή
Κι εσύ ένα χάδι και μια αγκαλιά ν’ απαγκιάσω
Είναι μεγάλος ο κόσμος, μεγάλη εσύ
Που σήκωσες με μια βοή ζωής την θλίψη μου να την πετάξεις
Όντας σου το αεράκι ενάντιο
Μελαγχολικό που ανατάραξε μέσα στο στήθος τα αισθήματά μου..

Αύριο μια ηρωική μέρα του Οκτώβρη!
Σε γιορτάζει η καρδιά μου
Ρωτάω: «Ποιάν αγαπάς;» «Εσένα!
Εσένα!» απαντάω..
Είμαι πείσμα στριφογυριστό πάνω στο σίγουρο είναι σου!

1981

ΤΟΠΙΟ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ..


Καλά λοιπόν η μοναξιά..
Όμως να πνεύσει ένας άνεμος εφηβικός και να με πάει ίσαμε 
αυτή την δύση στον ορίζοντα στο βάθος του που καίγεται
Τι καλά!

Τόχα μαντέψει το γραφτό μου κει στους ουρανούς.
Είχα πει να δώσω μοίρα ο ίδιος για τον εαυτό μου.
τί φρένιαζε το αγρίμι του αίματος..
Στην άλλη γειτονιά που είχα κατοικήσει και εγώ για έναν καιρό
Τώρα προβάλανε στο παραθύρι τα κορίτσια.
Στο μελαγχολικό τους πρόσωπο
Παιζογελούσαν οι ειρωνείες.
Με το στανιό τους έπαιρνες κουβέντα.
Όπως:

«Η ελπίδα χέρι που δεν ωφελεί κι αν το ‘χεις
Αλλά δεν τήνε λέω ακατοίκητη την μοναξιά,
Υπάρχει μια αντήχηση του πόνου σου μέσα στις φλέβες του άλλου..»

Φυσούσε αεράκι ανοιξιάτικο.
Στις σελίδες του βιβλίου που μπροστά μου διάβαζα σκουντουφλούσε. Αν
Θα κοιτούσα από το τζάμι,
Βρωμισμένο από τα μυγοφτύματα,
Μακριά κ’ αψηλά περνούσε
Με τον καπετάνιο του που παραλόγισε
Το συννεφένιο καράβι..
Φορτία νοσταλγίες και τα νερά στο κόψιμο της πλώρης
Να παφλάζουνε ευτυχισμένα.
«Άγγελος δεξιά..» η φωνή του ναύτη ….όμως
Στην γη 
Δύσκολα που υπάρχουμε!
Με τον φόβο ολοένα μεγαλώνοντας
Τον άλλο φόβο… 
Και το χέρι μας άτολμο
Να μην έχουμε κιόλας καταλάβει
Πως με μια τόλμη της ψυχής νικιώνται όλα:
Σαν σπαθί ο γόρδιος που θα κοπεί για το ανάστα μας..

Ροδαλά ή μολυβένια ή μαύρα
Μπόρεσα μια στιγμή να δω τα κάστρα τ’ ουρανού
-Μες από μία ύπνωση ίσως..
Κι η φαντασία μου που λευτερώνονταν σε μεριές κι ακίνητη..
Να γυαλοκοπά πάνω τους το φεγγάρι,
Φοβίζοντας την πράξη που ‘ναι της κακίας ορμήνια.

Κι όταν
Είχε κλώσει για καλά η μέρα πλάι στην πικροδάφνη ή στα νυσταγμένα νυχτολούλουδα
Αγγέλους πολλούς γύρω από κάποιον με φλογέρα
Που αρμένιζε νότες μελαγχολίας ή αγάπης γύρω του..
Η ίδια ερημιά που φοβόμαστε οι άνθρωποι!

26.10.1981

26 Ιουλίου 2017

Χτυποκάρδισα αξίζοντας μια ρίμα βαρβάτη.



Μ’ ένα μικρό σουγιαδάκι την Τετάρτη έτμησα κι έσταξε αίμα.

Στην πίσω αυλή, στο παρτέρι
με του βασιλικού την όρεξη και του δυόσμου την λιανή πεμπτουσία.

Διάβηκαν οι πικροδάφνες και διάβηκαν τα γιομάτα λιγούστρα.

Οι πνοές του αέρα όταν που ανηφόριζε η Μαριώ και ήταν το σώμα της στο τατουάζ κεντημένο.

Χτυποκάρδισα αξίζοντας μια ρίμα βαρβάτη.

Προσκύνησα κάτι απροσκύνητα ρόδα και μου εντάλθηκε να σώσω κριάρι φωνή
που ακούστηκε μέσα στο απομεσήμερο όταν ο ήλιος έδινε και άλλο αβαντάζ στην κάψα.

Με βρήκε η νύχτα ν’ ατενίζω ουρανό και όλα τα ορμέμφυτα δικά μου όλα για όλα…




25 Ιουλίου 2017

μυστικός ήσουν πάντα

Σκάζουν οι αφροί στα βράχια, μην
Πεις πως το φως φλυαρεί, άκουσε
Καλά πώς τρίζουν τα ακάνθινα πετρώματα, και, ψυχή μου,
Σβήσε τα άστρα, άνοιξε μια αγκαλιά για τ’ Άδηλα του ουρανού
Και ζήσε μυστικά, όπως ο Έρωτας θέλει, αφουγκράσου
Μες το έρεβος, πριν η αυγή δηλώσει και πάλι
Παρουσία καθεδρική, όταν
Που είσαι, είναι κάτι που αμφισβητείται
κάθε ‘να λεπτό,
και γίνεσαι
Θύμα και θύτης, καθηλωτικό συμπέρασμα
Της θνητότητας και της αναπόφευκτης παρακμής.
Ζήσε μυστικά, μυστικός ήσουν πάντα, ονειροπόλος
που συμπέρανε πως η αυτοκρατορία του καταλύθη’ - ω τώρα
Ζήσε μυστικά, κοιμίζοντας μέσα σου
την δύναμη του Γεγονότος, της Πράξης
την κορύφωση- ζήσε
αποτραβηγμένος απ’ την πλάνη σου- αυτούσιε λύκε
της παμπόνηρης Νύχτας..

16 Ιουλίου 2017

Τοπίο…




Τοπίο κλονισμένο μες τον ανάσκελο ουρανό, λιμναίο τοπίο
Που ακουμπά στην μνήμη αυτών που πια μεγάλωσαν.
Η βάρκα χώρεσε το όνειρο ή ο χρόνος
Πόντισε την βάρκα; Πώς να το δεις;
Μετά από τις καλαμιές είναι ευώνυμο χάος, τα νερά
Ξαφνιάζουν με την ηρεμία τους και το εγώ σου που ωραία ετράφη’
Φοβάται τον ήλιο που δύει, φοβάται την συννεφιά
Που ραγίζει στα ύψη και το σπίτι μετέωρο επικρεμάται
Πάνω στον καμβά του ορίζοντα, μεταφυσικό όλο
Κι όπως αργότερα, λείποντας, θα το δεις…


Ύμνος αέναος των υδάτων…



Περιμένετέ με νερά, περιμένετέ με,
βρέξτε με με την Αλήθεια σας, ξεγυμνώστε
με, ζουπήξτε με, δαγκώστε
τα κόκαλά μου,
ακουμπήστε με στα παρόχθια βράχια,
αποσυνθέστε με και επαναδημιουργήστε με,
μαλώστε με και συμβουλέψτε με,
κάντε με να ντραπώ, να κοκκινίσω,
να στεφτώ την ιερή υγρασία σας, να
κελαηδήσω γαλάζια.
Πεθάνετέ με νερά, αναστήστε με,
χορέψτε επάνω μου
με την κάθε φιλέρημη δροσοσταλίδα,
λατρέψτε με
και ακυρώστε με,
περιφρονήστε με,
θρυμματίστε
την αμαρτωλή επιδερμίδα μου,
νιώστε με
και αδιαφορήστε για μένα-
Όλος είμαι εσείς και όλος,

μέσα στην ποίησή σας, στεφανώνομαι..

14 Ιουλίου 2017

" Σαν να έχουν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου…"


Μέσα στην βαθιά ζέστα του μεσημεριού,
το τραγούδι ενταφιάζεται και, προτού σβήσει,
παρακινεί τα τριαντάφυλλα σε μια άψα ερωτική.

Τω τρόπω που ξέρεις και ξέρω.

Τα κλωνάρια κουνιούνται αργά από ένα μιμητικό αεράκι που μπαλώνει τις μνήμες
ως να φορεθούν από των δέντρων την ραστώνη.

Τιτίβισμα κυανό του σπίνου.

Ορμώμενοι απ’ το μηδέν πολλούς αριθμούς κατακτήσαμε, πολλές ουτοπίες.

Τώρα σκαλώσαμε στην φερέγγυα θάλασσα και στου ποιήματος το πατρογονικό πάθος.

 " Σαν να έχουν ποτέ τελειωμό

τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου…"


12 Ιουλίου 2017

Πάνω απ’ την στέγη των καημών, χορεύεις

Πάνω απ’ την στέγη των καημών, χορεύεις
πεταλούδα που φλέγεται,
ειμαρμένη των παθών μου, ιέρεια,
ακμάζουν τα πάθη σου,
ειρμός ερώτων κρατεί ρυθμό στων ονείρων σου την φωλιά,
ένα φιλί σου πήρα κάποτε και το κρατώ
φυλαχτό να μου μείνει το άρωμα
χνότο που των κυττάρων μου αναστάτωσε την δομή..

Μιλάς εγγαστρίμυθος μάγος που ντεραπάρει τα φωνήεντα

Μιλά το φεγγάρι μονολογεί καθώς φεύγει
Από την γέμισή του, βαριεστημένο
σύνορο αυταπάτης
Μιλάς εγγαστρίμυθος μάγος που ντεραπάρει τα φωνήεντα μιλάς εγγράφοντας στα λεξιλόγια αλλιώς
Νύχτωσε
Η γραφή μια περιπέτεια ξιπασμένη
Κυνηγώ το εγώ μου μηχανή της οδύνης
Σκάβω λαγούμια σκοτεινά κι εναποθέτω τα όνειρά μου- μαγεμένος αυλός..

Όταν σκοτεινιάζουν οι κόσμοι


Όταν σκοτεινιάζουν οι κόσμοι
Τα μάτια σου είναι δυο μυδράλια που βάλουν ενάντια στην ερημιά.
Συναντώ την κατάθλιψή μου· με παιδεύει· δαγκώνομαι.
Στον ύπνο μου βασανίζομαι απ’ τον ξύπνο μου.
Πώς φθάρηκαν οι μέρες μας και σαπίσαν!
Ένα μουχλιασμένο φως έρπει επάνω στις σκέψεις.
Μόνο η παρουσία σου είναι ορθοφωνία αγγέλων και ιερουργεί μες το δωμάτιο
Ή μέσα στο τοπίο που εκβάλει ευλάβεια πάνω στα αγχωμένα στιχάκια μου..

2 Ιουλίου 2017

Σικελιανικό...



Και στο μεσημέρι ύστερα, ιερός
Μου χαρίστηκε ύπνος- μεγάλος όσο ενός
Πουλιού η σκιά, και δίκαιος
Όπως μια ηλιαχτίδα· η ψυχή μου
Στην ζέστα μέσα τον απόλαυσε
Παλικαρίσια· γιατί την ώρα
Που κάρωνα, ενός ονείρου η δόξα
Με συντρόφεψε· του θεού η μιλιά
Στα φρένα μου να ακουστεί, κι όταν
Για τα καλά βυθίζομουν στον άλλο χρόνο,
Ο μέγας ο χρησμός να βγει αληθινός και ν’ ανταμώσω
Ψυχές αγαπημένες των ηρώων, ψυχές
Που παραστέκονταν στον πόνο μου,
Σαν αχός μακρινός, σαν
ντομπροσύνη του πελάγου…






1 Ιουλίου 2017

Ακροβάτη επηρμένε- να η γκρεμισμένη πια φυλακή σου,

Περίεργο λημέρι ο κόσμος
Διάβασέ τον καίγοντας τα χαρτιά σου
Ρίσκο πάλι κι απ’ την αρχή
Ταράτσα και δοξαστικός ουρανός-
Ακροβάτη επηρμένε- να η γκρεμισμένη πια φυλακή σου,
Πουλιά πετούν τριγύρω σου, ένας μάγιστρος είσαι
Που καταφέρνει πλήγματα στην τσαλακωμένη φθορά..

Λουόμενοι στην κάψα του καλοκαιριού,

Λουόμενοι στην κάψα του καλοκαιριού,
Στο φως εκτίθενται κορμιά και διαθέσεις,
Γουλιά γουλιά απορροφάται η αύρα
Σκιές πατούνε πάνω στην γενναία γη και εκστασιάζονται
Παραλίες όπου το αχνάρι σου ωραία το άφησες
Να το ξεραίνει ο αέρας της θαλάσσης
Κρύφτηκες και ξανά εφανερώθηκες- α η ζωή
Μπαρούτια του έρωτα που ξέρει να εφεύρει!

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου