Δυσβάσταχτο το άχτι που θέλω να βγάλω,
Ουδέν έχω που να μην το ακριβοπλήρωσα
Αλλά τι γκρινιάζω; έτσι γίνεται πάντα
Με την πολιτική με την σύζυγο με τον εργοδότη
με την άπιαστη σύνταξη με τα όνειρα-
Κάτι φορές ανταλλάσουμε απόψεις που ήδη
μπαγιάτεψαν
Εξασκούμαστε στην προπαίδεια των φτωχών
Η τηλεόραση αναλαμβάνει την κουλτούρα μας
Σαρωτική.
Κάτι ψίχουλα που έμειναν από μια σοφία που πέταξε
Είναι σαν οι λερωμένοι αρμοί στα πλακάκια
Που μας αφήνουν παγερά αδιάφορους.
Το πνεύμα εκπνέει σπαρταρώντας κάτω από μυρωδιές
Των σουβλακερί στο κλεινόν Μοναστηράκι
Μάθετε λέω να μην μυρίζεται υποταγή,
Α έλληνα, σαν έβαλες τα ρούχα σου αλλιώς
Κι ο Μανολιός παραξενεύτηκε..
Εγώ σιχαίνομαι τους σιχαμένους, αγαπώ
τις φουστανέλες, μ’ αρέσει η ποίηση
Δεν αγαπώ αυτούς που γράφουν με τον ίδιο τρόπο
Σαν να παράγουν κεφάλια που έχουνε το ίδιο
χτένισμα
Από την ίδια κομμώτρια
Και στο τέλος
Βλέπεις στον δρόμο ίδια κορίτσια ίδιες γυναίκες
σαν
Να βγήκαν απ’ το φιγουρίνι του ίδιου μήνα
Απόκληρες ξελιγωμένες και
σχεδόν χαζές.
Με τους φίλους λέμε ανέκδοτα σόκιν
Πετάμε την σκούφια μας για σαματά
Στο μαγαζί πίνουμε φιλοσοφικούς καφέδες
Όπως κι ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης θα έκαναν
Αν είχαν την ευκαιρία-μα πού; Πέθαναν νωρίς οι
καημένοι..
Μετά κατουράμε τον λυρισμό μας που είναι
υποκίτρινος σαν χαμομήλι
Και είμαστε ομηρικά ου τις
Έχουμε προσωπίδες, είμαστε ανήσυχοι, απέχουμε απ’
όλα
Μόνο στο φεγγάρι πιστεύουμε και από μακριά επάνω
του βλέπουμε τον κρατήρα
Που θέλει τα ηφαίστεια να μας περιμένουν
Σε τούτη την ζωή
Στην άλλη…