Πόνεσα μες τις μέρες, στέγνωσα
Άναψα τον πηλό μου περισσότερο
Φύσηξα μέσα σ’ ερημιές, αγρύπνησα
Γονυπετής μπροστά στην άνοιξη
Τεντώθηκα σαν τόξου την χορδή
Υλοτομούσα μέσα μου δάση της θλίψης
Ολόφεγγος προσκύνησα την μοναξία
Προτού ν’ ανάψω το κερί ενός στίχου
Σ’ ένα ξωκλήσι ελπίδας σαν ολόλευκο
Λεύτερο περιστέρι. Αυτό που με συμβούλευε έπειτα-
Έπειτα που ήμουν εγώ κι όμως δεν ήμουν
Που επεκτάθηκα μέσα στον νου μου υπέρμετρα
Κοιτώντας την γεωγραφία των άστρων.
Γαλήνη που αποκοιμήθηκα πλάι στο ακρογιάλι
Ακούγοντας το μούρμουρο απ’ τ’ απαλό σου κυματάκι
Θάλασσα σκάζοντας στα πόδια μιας ανέμελης
Αμμουδιάς
Και είχα ονειρευτεί την έκπληξη όλη
Ν’ αφήνομαι σ’ ένα ταξίδι ελευθερίας κι υποταγής
Ιεροφάντης μυστηρίων αρχαίων
Που του έρχεται όλη η αρμύρα όπως διδαχή του απλού στοιχείου
Στο πρόσωπο που ενώ γερνάει όλο και στιλβώνεται
Από αγιότητας λάμψη ή σοφίας.
Και το φεγγάρι αυτό που χρησμοδότησε περήφανα
Σαν αναμμένος λύχνος του ουράνιου θόλου
Εκεί που χάθηκα σαν οδοιπόρος πάνω στα υψώματα
Μία σοφία ήλιου μες τα καλοκαίρια μου
Που είχαν φωταψίες απ’ Ομήρου.
Πώς δέχτηκα αυτά τα δώρα του νησιού
Που μου έπλασαν ορίζοντα∙ και πώς μετά
Που σιώπησαν οι φούριες του αίματος
Της εφηβείας σκέφτηκα πολύ
Άγγιξα πέτρα ερημιάς και βγήκε ύδωρ
Σαν γήινο αίμα
Κι έσταξε νάμα στίχου στην ψυχή μου όπως
Σ’ ένα καντήλι του κοιμητηρίου στάζει
Στάλα τη στάλα λάδι η αγαπημένη του παλικαριού…
4.8.2007