Άσεμνος κάτω από το δέντρο που με σκέπασε για να με ανταμώσει, μάλλον βέβηλος
Για του φωτός την ιερουργία που με ξεπερνά·
Εκστομίζω ιερογλυφικές θαλερότητες και κουρασμένος κάποτε γέρνω
Να
με νανουρίσει ο ήλιος του μεσημεριού και η θάλασσα·
Αντέχω όλους τους θριάμβους- κι απέραντα ο ίδιος τους περιφρονώ· ένας δραγουμάνος είμαι
Που μεταγλωττίζει την καχυποψία των όντων·
Ό,τι οικειοποιήθηκα από συνείδηση έξω από τα μέτρα του αθώου παιδιού το επέστρεψα
Στις λέξεις μου για να αναφλεγούν και κάρβουνα καυτά να γίνουν
Διαλαλώντας παντού μιαν ευτυχία που δεν έχει αδράνεια.
Τούτο το ταξιδάκι μες τον ύπνο είναι χιλιοτρυπημένο
Και αποσπά από τον κόσμο και ευκρίνεια και διαύγεια και
Με σφίγγει σαν τανάλια εξουσιαστική, καθώς νομίζω
Με μία ηλιαχτίδα θα τα ξεκλειδώσω όλα! Αναγνώθω
Την γενναιότητα που κρύβει κάτω της τον μέγα φόβο,
Σε άλλες εποχές μπορεί να με διαμελίσουνε,
Μπορεί να ζήσω ακρωτηριασμένος ή με έξαψη που θα με λαμπαδιάζει,
Μπορεί να είμαι ένα παλίμψηστο αηδόνι που το σίγουρο κοράκι πάντα κρύβεται αποκάτω του.
Αχ αέρηδες, ντενεκεδένιοι θόρυβοι μέσα στην αποσαρθρωμένη γαλαρία
Αέρηδες που με σκουντήσατε μην βυθιστώ
Αέρηδες που με τρομάξατε- πώς πάνε τώρα
Για μια δικαιοσύνη λαοπρόβλητη; Πολλά τυρβάζω και πολλά θα με αφανίσουνε,
Τι θέλω τόσες άκαιρες ξομολογήσεις; Στον εαυτό μου εντάχτηκα και πουθενά αλλού δεν εντάχτηκα,
Είδα το οικουμενικό με μια συμπάθεια που κουζουλαίνει…
Βοούν τα φωνήεντα μέσα μου
Δεν ζήτησα κανέναν λερωμένο ουρανό
Αν θα με κρίνουν οι παραλυμένοι τι παρέλυσα δεν λέγεται
Έτσι κι αλλιώς μια μέρα θα πεθάνω
Ας σεβαστούν την κοίμησή μου οι αρχαιοκάπηλοι
Εγώ δεν σύλησα ούτε ιδέες ούτε μνήμες ούτε θάνατο
Έζησα αναρριχητής σε απόκοσμες φωταγωγίες….