Λείπει η χαρά των ματιών, κάτι ρακένδυτοι
ψαχουλεύουν μέσα στην μπόχα των σκουπιδοτενεκέδων
η κοινωνία απέτυχε- μην ακούς
τι λένε οι πολιτικοί αγκιτάτορες- σήψη μυρίζει·
μια κατάθλιψη επεκτατική περιφέρεται
κι όλο το κλίμα προδίδει εφιαλτική Γερμανία.
Η Ευρώπη ξερνά το τσιγγούνικο χρήμα της- δεν χωνεύει
αυτό που έτσι κι αλλιώς δεν της περισσεύει
αλέθει την ασχήμια της
μες τις μυλόπετρες του άρρωστου πολιτισμού.
Ιδέες κανιβαλίζει και πάει
πάλι πίσω
στην προ ανθρώπου ιστορία.
Τα νάιλον μαλλιά της ανεμίζουν
στον σκυθρωπό αέρα
η πλαστική συνείδηση της αφομοιώνει
τα πάντα αργά
Στις προγραφές της οι λαοί του Νότου
ανυποψίαστα θύματα..
Α κι είχα πιστέψει στην Άνοιξη
στην πανδαισία των λουλουδιών,
στην ηθική του μέλλοντος!
Πάνω σε στίχους είχα εναποθέσει
τις ελπίδες μου. Ερωμενέστερος όλων.
Είχα συγκροτήσει από ένα τίποτα
όλα τα αγαθά μου- Είχα
βαφτίσει Ελλάδα την τσεκουράτη αλήθεια μου. Τώρα
τα παιδιά ζητούν τον αυριανό κόσμο τους
δεν τολμώ να τα κοιτάξω στα μάτια
ακούσια ήμουν ο δικαστής εκείνος που τα καταδίκασε
να μην γνωρίζουν να χαμογελάνε..