...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Αυγούστου 2010

Εμένα είναι άλλης κοπής το νόμισμά μου.






Με έχουν ξανασυναρμολογήσει.. Διαλύθηκα

Κάποια στιγμή πέφτοντας μες τα δύσκολα που μου έλαχαν

Μεροκάματα. Δεν έχω θέση

Στα δείπνα των πλουσίων, στις ένδοξες βεγγέρες

Που σχίζουν οι στίχοι των λαμπρών ποιητών τον άνεμο, καθώς

Χαράσσουν δρόμο ως την αιωνιότητα.

Εμένα είναι άλλης κοπής το νόμισμά μου.

Οι λέξεις μου ασθμαίνουνε ανηφορίζοντας σιγά

Σιγά ως το αυτί ενός που θέλησε να δει μια άλλη αλήθεια.

Γράφω με αίμα τελικά.

Κοιτώ πως δεν βλέπουν οι άλλοι.

Οι σιωπές αναγνωρίζουν την αξία μου: υπάρχω!

Και φέρνω βόλτα όλους αυτούς τους κήπους που

Μου χαρίστηκαν να νοιάζομαι φυτεύοντας ζεστά κι ωραία τριαντάφυλλα.

Υπάρχω!

Με ιθαγένεια ωδική..

ΕΥΤΑΞΙΑ..





Κόκκινο που ιδρώνει, βαθύ κόκκινο που ιδρώνει-

Τριαντάφυλλο την ώρα της αυγής, την ώρα

Που διαβάζεται πιο χαμηλό το φως επάνω

Στα φύλλα στα κλωνάρια στα αισθήματα..



Τσουρουφλισμένο καλοκαίρι, ανεβαίνοντας

Την πλαγιά πάνω απ’ την θάλασσα.



Οι θάμνοι έχουν επάνω τους μια αρχαία χάρη-

Ομοιοκατάληχτα σισυρίζουν με το παρακείμενο κύμα-

Στ αυτιά τους βομβούν πλήθος οι μέλισσες-



Πού είσαι ήλιε πρωινέ για να τα στεφανώσεις;



Νερά γαλάζια κρύβουν την αξία τους

Κάτω απ’ τα αγκαθωτά βράχια..



Έγχορδες γλυκές ημέρες γαλανού αέρα-

Φιλιά πουλιών: Ράμφος με ράμφος..



Σαν ένα αλφάβητο που δεν έχει ωμέγα

Κι έτσι μην κλείνοντας και πουθενά τα σύνορα του

Γράφεται τελικά σ’ άλλους ορίζοντες..









30 Αυγούστου 2010

Είναι που η φτώχεια μυρίζει όπως η φωτιά





Είναι που η φτώχεια μυρίζει όπως η φωτιά κι αν δεν προσέξεις

καίει τα σύμπαντα που είναι γύρω σου, δεν θα προλάβεις

να πεις ούτε "ε" , θα σου αφήσει

τον πόνο της

ως και στις λέξεις,

όπως γράφεται

στα μάτια ενός παιδιού που του στερήσανε

οι εργολάβοι της πλεονεξίας το μέλλον..

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ..






Από νοσταλγία ερωτική πάσχει αυτό το πιο θλιμμένο από νοτιά απόγεμα·



κορυφαίες σκιές σαν να φύγαν

απ’ την σκηνή οι ηθοποιοί και τώρα

περπατούν χειριζόμενοι την μελαγχολία του δίκοπου βραδιού..



Ατασθαλίες της νύχτας, απείθαρχες φωνές

του ανέμου όπως

στα ξυστά περνά μες από τα μαλλιά των δέντρων-

ωραίος όσο ποτέ..



Μουσουργεί με εμπνεύσεις του αλλοπρόσαλλου φωτός όσο χάνεται

μέσα στο χωνευτήρι των ωρών που ενώ διαβαίνουν

αφήνουν τα ψηφία τους από παραξενιά και στέρηση

πάνω στις ψυχές του βραδιού..



Εξαγνιστικές εμπνεύσεις!



Κι η πένα τρέχοντας για να προφτάσει.. Αλλά η ώρα τρεις

δόρυ καρφώνεται μέσα στου αοράτου την καρδιά ο ατελεύτητος ρυθμός

που είπε κι έδειξε την μουσική οδύνη..



Ζαλισμένη γλαύκα

στον ψηλό φανοστάτη της δημοσιάς

κατοπτεύοντας να αδράξει έναν αμέριμνο ερωτευμένο τυφλοπόντικα-

κρύο μετά

και σαφήνεια να ξέρει το σκοτάδι τις πικρές του εξουσίες.



Υπερίπτανται και χάνονται

νυχτερίδες ξαφνικές σαν μια σκέψη φευγαλέα..



Μόνο στο ποίημα σαν ζωγραφική αναπαράσταση που το σκάφος

του φεγγαριού γυρίζει μες την θάλασσα των άστρων-



φορτία ιδέες με την νοσταλγία ερωτική συγκλίνει, ψάχνει

μες το φαρδουλό μαύρο παλτό της νύχτας που ακούγεται

λευκό παιδί, μελωδικό φεγγάρι…

28.1.2008

ΚΑΝΕΝΑΣ..




Κανένας να μου πει εμένα για την αρχαιόσχημη

θάλασσα. Κανένας



να μου ιστορήσει πως από πορείες των άστρων φτάνεις

ψηλά-



να μου τραγουδήσει σωστά τον λεοντόκαρδο άνεμο- κανένας

να με μάθει την πρώτη φωτιά!



Μόνος ταξίδεψα μες τα αδιάβαστα πελάγη-

μόνος να λαχταρώ..



Απόγεμα μες τον χαλκό, απόγευμα σπουδαίο!



Ακροβατεί σε ένα σύννεφο επάνω ο ουρανός·



Τοπία του ορίζοντα μαβιά ανοίγουν τις καλλίτερες

χρωματιστές εξάψεις τους επάνω

στην δαντελένια ώρα του ωραίου δειλινού!

ΓΟΗΣΣΑ..







Τόσο σου επιτίθεμαι σφοδρά που εγκαταλείπει η νύχτα τις αξίες της

μέσα στα όνειρα.



Λαφυραγωγώ τα λημέρια της, στα χαρίζω

να βρεις μέσα στα λόγια μου πουλιά

κι αισθήματα και έναν

καημό που αναστατώνει τα τραγούδια..



Περιφρονείς τις λέξεις μου αλλά

μ’ αυτές σε φτάνω



Σ’ αγγίζω όπου κι αν πας, μου παραδίνεσαι-

πλάσμα του πόθου..



Φτάσε στο ύψος των λόγων μου, γίνε

πεταλούδα

που ελαφροπετά, γίνε αέρας

που αναμαλλιάζει το τοπίο



Πάρε την φόρα που σου δίνει ο λεβάντες

κι ανοίξου ύστερα ως την θάλασσα-

γόησσα μούσα!

29 Αυγούστου 2010

Με έναν θεοδόλιχο που τρώει αχόρταγα κάθε γωνία





Φορές θυμωμένος και ζωηρός

Σαν μία μικρή που ξυπνά κουκουβάγια..

Φορές μέσα στον εαυτό μου δεν χωρώ- το εγώ μου

Δεν έχει είδωλο σε κανέναν καθρέφτη.

Αρρωσταίνει το κάθε κύτταρό μου το υγιές.

Όχι μεμψιμοιρία αλλά δεν μου φέρθηκε καλά η τύχη.

Εκ του πονηρού με πλησίασε.

Δεν της έδωσα τίποτα. Κατάπια

Το κλειδί, το κάθε κλειδί που είχα και θα ήθελε να έχει.

Σιχτίρισα την μοναξιά μου αλλά και οχυρώθηκα.

Με έναν θεοδόλιχο που τρώει αχόρταγα κάθε γωνία

Ώσπου να βρει μια κάτοψη για ένα ψέμα ημιτελές..



17.6.2010

Ο,ΤΙ ΚΑΤΕΧΩ..






Κρατώ στα χέρια μου σαν ένα μεγάλο βιβλίο παλαιό την θάλασσα.



Μέσα της σπαρταρούν ιδέες ιχθύων και ένας αρχαίος θεός

που ανακαλύπτω να υπάρχει ακόμα..



Με ξέρει…



Και μια Ελλάδα που χωρά σ ένα γαλάζιο ατελείωτο

τραγούδι τ’ ουρανού

που απόψε μες τα χέρια μου κι αυτός σταλάζει..



Θεέ νυχτερινέ που αγρυπνάς πάνω απ’ τα σκότη που σου υπακούνε-

φέξε την μοίρα μου!



Ένας πείσμονας είμαι, ανέμων και υδάτων περιηγητής..

Ο ΘΕΟΣ..







Ένα πλοίο αέρα που σηκώνει την νύχτα



Με στοιβαγμένα στο κατάστρωμα του άστρα-





Τα μαύρα σκότη του πελάου αποκαλύπτονται-





Πιο κοντά απ’ την άβυσσο είναι ο θεός



Τώρα που γύρω σου σκοτεινός



Είναι σαν παράξενος αδιάβαστος φίλος..

ΕΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΣΕΛΙΔΑ ΣΟΥ..







Να σπάσουν οι κώδικες της σιωπής που βυθίζομαι, να με βρουν

Αιμόφυρτο οι λέξεις

Καλό μου ακούγεται….

Να φέρνεις κοντά

Το αβέβαιο με το βεβαιωμένο.



Και η ελπίδα να σου λείπει μετά..



Σ’ όλα τα εγκλήματα είσαι πάντα ο θύτης-

Αφού με ιδέες έχεις τραφεί τι περιμένεις;



Στα κύτταρα σου οικοδομούνται οι ευφωνίες-

Και πάνω στην σελίδα σου αραχνοΰφαντες

Αποκαλύψεις της κρυφής ζωής..

ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΑΙ..












Λείπω από το γλέντι του κόσμου..



Φωνή η εντός μου- πού αλήθεια με πας;



Οι σελίδες μου

μ’ αίμα μελάνι έντονα μουντζουρωμένες..



Γυρίζω μέσα σε μια ατέλειωτη νύχτα

που ελπίδα είναι μόνο το φως

του απόψε φεγγαριού..

ΠΟΡΝΗ..









Ένα κορμί που το κατοίκησαν οι πιο δια- περαστικοί φαλλοί

Αφήνοντας ένα σπέρμα αδιάφορο



Τώρα πίνει αργά την θλίψη

Αναλογιζόμενο πόσο ακούμπησε ο έρωτας αυτήν τη σάρκα

Πόσο στερήθηκε το άγγιγμά του τελικά



Δίνοντας βάρος σ’ ένα βάρος που δεν ήταν

Άλλο από την μοναξιά..

Ντυμένος αισθήματα



Συμμετέχοντας στην ομορφιά μ' όση ψυχή μου δάνεισε ο ήλιος.

Και δεν έχω τίποτε άλλο από συνείδηση να καταμαρτυρήσω.

Πάω γυμνός από κακία στα μέλλοντα.

Ντυμένος αισθήματα και πάντα μ' ένα

Παλιό βιβλίο που κρατώ ενθύμιο από της νιότης μου την λεβεντιά.

Στα χέρια μου μολύβι που θα γράψει την αλήθεια

Όπως στου πεύκου το ρετσίνι ελπίζει να σωθεί η αξία του ελληνικού καλοκαιριού.

Των χόρτων η έξαψη ανάβει.

Μετανοώ αν έσφαλα- αλλά δεν θα το μάθω

Αν έχει νόημα η κάθε συγχώρεση.

Βαδίζω προς το ύστατο επιχείρημα του τάφου..



12.6.2010

ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΝΩ..







Μέσα στο τσιμέντο και την βαριά ατμόσφαιρα των γραφείων

Αλουμινίων εξάψεις ,υαλοπίνακες, φώτα

Εσύ που δεν ξέρεις εσένα, εγώ

Που δεν με ξέρω εγώ



Και ρήματα:

Αγαπώ, προσεύχομαι, ελπίζω



Ένας θεός παράξενα σιωπηλός

Αφήνει τους ανθρώπους πιο εκτεθειμένους

Να ζουν..



Στα ρηχά της πραγματικότητας εκείνοι ιδρώνουν αγωνία



Καθόλου ευκολίας απόκτημα το παρόν



Νομάδες των πόλεων-παράξενο- θρησκεύουν

Κάτω από τον τεντωμένο από υπέρ-ωρίμανση ουρανό.



Κι εγώ…

Τι κάνω εγώ;



Λέξεις κάνω-



Γιατί με άλλον τρόπο δεν μπορώ

Ν’ αρθρώσω έστω μία αμφίβολη βεβαιότητα..

28 Αυγούστου 2010

ΚΑΝΩ ΟΠΩΣ ΡΙΜΕΣ ΝΕΡΩΝ..







Έταξα στους κληρονόμους ένα νερό καθαρό-

Αφήνω το γυμνό φεγγάρι

Να μπαίνει από παντού στην κάμαρα



Τρυπώντας τα φουσάτα των γαλάζιων σεντονιών,

Μπαλώνοντας τον άδειο σκύλο ήχο..



(Άμα δεν θέλεις να καταλαβαίνεις δεν μπορείς)



Αισθήματα παράξενης πυρακτώσεως

Παραπατούν επάνω μου-

Σιτίζομαι με ονείρων μύθο..



Κι όπως δεν έχω τίποτα δικό μου άλλο απ’ την πιο ανάλαφρη

Μοναξιά που τόσο γλυκά με σκεπάζει

Του αγγέλου ακούω καρδιοχτύπια-



Κάνω όπως ρίμες νερών

Που τρέχοντας ακολουθούν την θάλασσα

Και τον αρχαίο βηματισμό της νύχτας..

Χαράματα


Κρατά την υπόσχεσή του ο άνεμος αλλά είναι αγρίμι


που χάνεται στον χρόνο το απόγεμα.

Οι φούστες των κοριτσιών σηκώνονται, οι προθέσεις

Των πουλιών είναι ωδικές- ποιός ευθύνεται

Γι αυτήν την ξαφνική μοίρα της ζέστας

Που καρφώνει τον τζίτζικα

Πάνω στο πεύκο και η ζωή του είναι μυζητήρας;


Στο ρολόι οι λεπτοδείχτες έχουν μια τέλεια έξαψη

Τίποτα δεν υφίσταται, οι διαμαντένιες

Πνοές των λουλουδιών κομίζουν απερίφραστα

Αρχέγονη θλίψη.

Όπως εάν θα στόλιζες έναν παράξενο άφαντο επιτάφιο

Όπου κοιμόνταν μέσα του ο Άδωνης ή ο Χριστός.


Ξέρει ο νους, ταξιδεύει υπέροχα

Γρηγορότερος όλων- κι αν δεις

Τα κατορθώματα του είναι ένα καλλιτεχνικό

τίποτα που όλο και κάτι πιο υπέροχο έχει.


Μην επιχειρείς να ερμηνεύσεις τον κόσμο, εσένα

Που χαίρεσαι που τραγουδούν το πρωί τα πουλιά- ξύπνα

Χαράματα όπως συνήθιζες και δέξου

Αυτό το λίγο φως που έρχεται σαν δώρο

Που σου κάνε ένας παράξενος που δεν λατρέψαμε ποτέ θεός..

27 Αυγούστου 2010

Τ’ ΑΓΡΙΜΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ..










Ό,τι έχω να πω μ έναν τρόπο γραμμένο και μες την φωτιά

των άστρων διαβάζεται



Τώρα όπως η νύχτα το φέρνει σιμά

στων φυλλωμάτων τον ανάλαφρο ψίθυρο



Να το αποστηθίσουν πουλιά, να το πάρει η νύχτα

ως τις εσχατιές του ορίζοντα..





Φως ομοιοκατάληκτο με την μουσική:



μυστηριακό, βαθύ, αποκαλυπτικό-

τρυπώνει μες την ύλη όπως ένας επιδέξιος μάγος..



Τώρα που πέφτει η νύχτα και τα αγρίμια του αίματος

ξανά ξυπνάνε..



Λείπουν οι αναστολές- κι όσοι θεοί διαφέντευαν στην μέρα

πάνε να κοιμηθούν στους άλλους ουρανούς..

ΑΝ..






Αν ζούσα με την θεσπισμένη μου αυτοβούλως

Ακτημοσύνη, ωραία ανέμελος κι αν είχα

Απεμπολήσει όλο το βάρος που θα μου 'διναν επτά ζευγάρια κάλτσες

Για ισάριθμα παπούτσια και μια μηχανή που τρέχει

Σχεδόν όπως ο άνεμος- αν



κατάφερνα μια μέρα να χαθώ

Μες τον ορίζοντα που δεν μου ανήκει

Ούτε και τον απόκτησε ποτέ κανείς- αν



Μετέφερα τα θλιβερά υπόλοιπά μου

Των ανθρωπίνων μου αναγκών μες το ελπιδοφόρο μέλλον

Κι αν είχα ένα όνειρο αείζωο που αξίζει

Όσο αυτά που δεν απόκτησα ποτέ μου- αν



Η αριθμητική μου ήτανε απλή: ένα

Φτωχό σπιτάκι ίσα

Για να χωρά τις λέξεις μου και τον αγώνα

Να μείνω έτσι ηθικός- αν



Δεν ήξερα ούτε μια συλλαβή της θλίψης, μόνο

Αποσχημάτιζα με την επιμονή μου το ευτελές-αν



Ζόριζα όσο να σπάσουν τα σχοινιά μου

Και λευτερώνονταν του πόθου το καράβι, ώσπου

Να γείρω βράδυ που ωραία μιλά ένα λειψό φεγγάρι

Πλάι σε μια κοπέλα ένθεη



Θα είχα όλη την ποίηση σπουδάσει

Απ' την μεριά που πάντα ήθελα: του απλού..

ΑΓΙΑ ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΗ..







Λίγο από την αλφαβήτα λίγο από την σιωπή

που κάτι λέει



λίγο από την πονηρή ματιά που μπαίνει

κάτω απ τις φούστες



τα λόγια τα γραμμένα και τα λόγια τ’ άγραφα-



σ’ άφησα να σκεφτείς πως ανεμίζοντας φυλλοροεί

κι αστράφτει ευωδιάζοντας η τριανταφυλλιά



και πως σε έχω μέσα μου Αγία αναρτημένη..





Θα με βλέπεις που δεν θα με βλέπει κανείς



θα με ξέρεις που δεν θα με ξέρουν οι άλλοι



και θα είσαι εσύ που θα γράψω στο άστρο σου



με κεφαλαία ελληνικά το εφήμερο όνομά μου..

ΜΙΑ ΑΓΡΑΦΗ ΣΕΛΙΔΑ..








Τρέχει το νερό τρέχει κι αφρίζει-



η χλόη έχει την ορθοδοξία του ήλιου, είναι



τέμενος της χλωροφύλλης ορθάνοικτο-







Πουλιά πετούν σαν αγγιγμένα από τον θεό-



μια μέλισσα γυρίζει ολοένα γύρω από το αυτί του λουλουδιού-







Κι εσύ να καταγράφεις την εικόνα του μυαλού που έπεσε



άξαφνα μέσα σε μια άγραφη σελίδα..

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ..





Δίπατο σπίτι - δίπατο αίνιγμα..

Είσαι εσύ ή είναι οι άλλοι;



Πάντως μέσα στην νύχτα ακούγονται από μακριά οι μουσικές-

κι ο θρύλος της πριγκίπισσας που χάθηκε

λες ξαναζωντανεύει..





Με το φως της ημέρας πολεμούν τριαντάφυλλα

αέρα που περάσει να νικήσουν-



Χελιδόνια πουλιά ξεκινούν επανάσταση

μήπως ξεγράψουν τον χειμώνα..





Θα ρθεις το ξέρω αφήνοντας του πόθου σου

τ’ ωραίο κορμάκι να το θέλουν οι νεράιδες-



θα γίνεις η αρραβωνιαστικιά της άνοιξης-

θα φέρεις το φωνήεν σου του πόθου..





Κι εγώ που θα σε πω, μαντατοφόρος της δικής μου ερημιάς

θα με κατασπαράξουν οι τυφώνες-



Όπου είσαι θα είμαι κι εγώ-

Όπου κοιτάζεις θάλασσα, δίπλα σου τα ουράνια θα κοιτάζω..





ΒΑΒΥΛΩΝΑ ΣΚΕΨΗ..





Από τον μακρινό Ευφράτη τώρα λόγια ενός παμπάλαιου έπους



Και μέσα στην καρδιά της νύχτας να μονολογεί παράταιρα

ένα αρχαίο τριζόνι..



Μ’ ένα ποίημα δεν λες τίποτα που δεν ξέρουν οι άλλοι



Κι όταν θα καταλάβεις ότι σου χαρίστηκε η ζωή

θα είσαι πιο σοφός κι απ’ τον περαστικό αέρα..



Βαβυλώνα σκέψη που σου αναλογεί

Βαβυλώνα πόρνη, Βαβυλώνα

των δύο ποταμών-

αήθη δώρα τα προικιά σου..



Και των λέξεων το φορτίο που κουβαλάς

θα το πάρουν οι νύχτες

θα του πιουν νυχτερίδες το αίμα



Κι έτσι όπως δεν θα σημαίνει τίποτα να κατοικείς

σ’ έναν πλανήτη ανθρώπων, θα σε συγκινεί

μονάχα το φεγγάρι..

26 Αυγούστου 2010

Γιατί χάνω τον χρόνο μου μ' αυτό το εγώ που φθείρεται τόσο



Γιατί χάνω τον χρόνο μου μ' αυτό το εγώ που φθείρεται τόσο
και ξενίζει και γίνεται κακοτράχαλος τρόπος του λέγειν που δεν θα συμπλεύσει ποτέ με κανέναν θεό;

Ήθελα να του αφαιρέσω δύναμη αλλά, εκείνο που ήταν,
ήμουν εγώ
πάντα
και φλυαρούσα περίεργα τονίζοντας
την τρόπον τινά καλλικέλαδή μου ψυχή

Μα πήγα
να γράψω λόγια μες το συνεχές
αόριστο βράδυ που οι κατακτήσεις μου
ήτανε λίγες
υπεροπτικές νυχτερίδες
που παίζοντας μες τον σκοτεινό λίγο αέρα
κάναν την νύχτα μελαγχολική μου διάρκεια.

Φιλοξενώ φωνήεν που τσιρίζει τώρα
μέσα μου
καγχαστικά
και καίγεται
όπως απ' το εγώ το τελευταίο ωμέγα
και δέομαι που των λουλουδιών οι ανάσες
φέρνουν σε μένα τον που αγαπάω παλμό..

Είσαι ο εαυτός σου αλλά είσαι κι ο άλλος






Είσαι ο εαυτός σου αλλά είσαι κι ο άλλος

Εκείνος που ούτε σε σένα και ποτέ αποκαλύπτεται

Μόνο μαϊνάρει

Περίτεχνα απελπισμένος το εγώ.



Η περίπτωσή κλασσική: θέλοντας την αυτογνωσία-

Ποιός το κατόρθωσε;

Όλοι κινούμαστε σαν το νερό που για σκοπό του έχει

Το μυστικό αντάμωμα με την μακρινή θάλασσα-

Έναν θάνατο εύηχο, ευρυγώνιο, ευαγή, ευήθη

που μας ξέρει

Απ' την καλή και γιατί όχι

Φορές κι απ' την ανάποδη..



11.6.2010

ΤΟΠΙΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ..







Τα τεζαρισμένα πανιά μέσα στον ανατολικό ορμίσκο-



Ένας καλλικέλαδος ήλιος που τι αξίζει δεν ξέρουμε-



Πουλιά πετούν και πάνε



Χαμηλά



Με όνειρα πατρίδας μέσα στις φτερούγες-



Φτιάχνουν το ποίημα που δεν μπόρεσα να πω..

Ένας μικρός όνος σπάνιος πια


Ξυλόγλυπτη εκατοχρονίτικη ελιά


Μες στο γαλανό φως του καθαρού ουρανού

Και μετά τα παλιά σπίτια

Με τους ραγισμένους σοβάδες, τα κάγκελα

Που σκουριασμένα προδίδουν

Την ηλικία του τόπου.



Οι μελιτζάνες με την ριγέ τους απόγνωση

Μέσα στον κήπο δεν σου λένε για κάτι.

Οι ντομάτες που ευθύς μεγαλώνουνε

Με πανοπλία κόκκινη και εμπαθή.

Ένας μικρός όνος σπάνιος πια που γκαρίζει

Μην αντέχοντας περιφρόνηση άλλο της ράτσας

του. Εγώ



Που φοβάμαι μια στιγμή να πιστέψω

Ότι μου τελείωσαν οι λέξεις που έπλαθα

Οργανικά κοιτάσματα πρωτόγονης θέλησης.



Τι θα μπορούσαν να σημαίνουν όλα αυτά αν δεν τα δεις

Με τον τρόπο που κοιτά ένα άνθος η μέλισσα;..

ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΑΤΟΦΙΟ ΚΡΥΣΤΑΛΛΟ..





Αυτή η άπιαστη κι ωραία γυναίκα

σαν πεταλούδα των ανέμων

πολύ ιδανική για να ναι αληθινή-



Γυναίκα από ατόφιο κρύσταλλο, διάφανη

όπως ο πόθος, άγρια

όπως ο καιρός που περνά-



Μέσα μου

ανάβει τις επιθυμίες

αιθέρια όπως η φωτιά..

ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΠΑΡΟΥΣΑ..




Σχέσεις που λήγουνε μέσα στο τίποτα που δημιουργούμε-

κουρασμένες σχέσεις- σαν από εξουθενωμένο άνθρωπο



αλλά και η ψυχή παρούσα όπως φως μες τον αέρα..



Μέσα στις λιτανείες των ανέμων εύθραυστοι,

εύθραυστοι κι όπου θέλει η μοίρα πάμε..



Όσα λόγια τόσα τίποτα

αν είναι για τον θάνατο..



Ένας απαρέμφατος χρόνος, ένα τετελεσμένο γιατί..



Ανασηκώνω απ’ την μια μεριά τον ουρανό- κάτι βλέπω:



Παράξενα όντα που είμαστε!



Μετράμε την ζωή σκληρά



και γράφουμε στην επωδό του πιο πικρό τον θάνατο…

Μ’ ΕΝΑΝ ΔΙΑΡΚΗ ΘΕΟ..







Το δύσκολο Μηδέν και το πιο δύσκολο Ένα

όπως τα ξέρει η πρωταρχική στιγμή

εκρήγνυνται σαν για μια του απίστευτου αποκάλυψη..



Επίμονα ο θεός ελληνοφλέγεται-



Ψηλά ψηλά το τριανταφυλλάκι των ανέμων-



Τώρα να καταφέρεις από όλους τους έγχορδους

ανθρώπους ν’ ακουστεί η μουσική τους

γλυκιά



Ένα εμβατήριο ηλιαχτίδας που μέσα μας ιδρύει

κράτη της φωτεινής βεβαιότητας



Σε μια σκήτη άλλη εσύ

κοιτάς στα μέλλοντα να φτιάχνονται οι περιουσίες σου





Των Αγίων του Πνεύματος μία αξιομνημόνευτη Κυριακή

και τα λουλούδια που άναψαν όπως να γίνουν ωδικά τώρα που εσύ νομίζεις

ότι το αόρατο σου φανερώθηκε..



Κορυφαία όλα!



Και το χέρι να γράφει λέξεων ικεσίες

προς έναν διαρκή θεό!

Ξεσκονίζω σαν ένα σπίτι που θα κατοικήσω εκεί χαρούμενος Την γλώσσα-


Αρχίζοντας πάντα από την ανάποδη:


Την γραφή, την ανάγνωση, το αίνιγμα..

Όσο δυναμώνει μέσα μου η ελπίδα

Πως θα βρω το άπεφθο φωνήεν που πάνω του χτίζονται όλα:

Τα ωραία φυτά που λάμπουν στον ήλιο, η δυνατή μουσική

Που χτυπάει τα ρόπτρα στις θύρες των σπιτιών των αγγέλων, η ζέστα

Αρχές Ιουνίου κι αξημέρωτα

Κάποιες φορές μελαγχολικός ο ορίζοντας

Άστρα ρίχνει να ριζώσουν μες το άπειρο. Ζωγραφίζω

Με χρώματα συλλαβών πια πολύχρωμων

Ε ρε πόσο είμαι αθώος

Δεν το κατάλαβε κανείς- δεν φοβάμαι

Την γλώσσα που γίνεται δίκοπη, το υφέρπον

Νόημα που συνεχώς διαφεύγει

Καθαρά λάμπουν μες τα μάτια μου κι αναντίρρητα

Δέχομαι τα μυστικά των πουλιών, των δέντρων τις ψηλώνοντας ρίμες

Μόλις να σκίζουν τον ωραίο ουρανό.

Σε μια αγκύλη σύννεφου χωρούν

Ένα μικρό μπουμπούκι τριανταφυλλάκι και ένα κορίτσι

Που του ήπια τα νιάτα γύρω από την εφηβεία του χορεύοντας

Αιώνιος μάγος.

Γράφονται τώρα οι διθύραμβοι εκείνοι των νεφών

Που πειράζουν για να θυμώνει τον άνεμο- κι εγώ

Ξεσκονίζω σαν ένα σπίτι που θα κατοικήσω εκεί χαρούμενος

Την γλώσσα-

Να γίνει στέγη των κρυφών μου πόθων..



9.6.2010

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΛΠΙΔΙΚΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ..



 
Πριν οι μέρες ν’ αξίζουν να είναι δικές μας, πριν

Ανοίξουν οι ουρανοί να φανούν οι αλήθεια θεοί



Ένα ρολόι μετρώντας διαφορετικά τον χρόνο απ’ ότι ξέρουμε

Αφήνει υποψίες ότι ο άνθρωπος κάπου νικά..



Γιατί κι η ποίηση είναι ελπιδική λευτεριά,

Φως που σπανίζει



Και πρέπει να κοιτάξεις βαθιά μες το αύριο

Για να δεις τα κρυμμένα προικιά της..

ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ Ο ΑΡΝΗΤΗΣ…






Ωραίο πλάσμα μου παράξενο αίνιγμα -

πώς λειτουργεί ένα μυαλό με θηλυκή αξία;



Κάτι έχει αφαιρεθεί από την πιο κρυφή μεριά της νύχτας

και το έχουν οι αέρηδες για άθυρμα,

και του κεφιού τους κλοτσοσκούφι..



Και εσύ

που είσαι τώρα των πραγμάτων ο αρνητής

πόση προσήλωση θα δείξεις στο φεγγάρι; Πόσο

φως θα χωρέσουν τα μάτια σου; πότε

θα μιλήσεις της νοσταλγίας τον λόγο;



Εκείνη σαν θεά που ανεβαίνει μες το κόκκινο απόγεμα

στεφανωμένη λάμψη και λουλούδια.



Στα μαλλιά της

η άνοιξη ποτίζει την λαχτάρα της

και άγγελοι χαράς την πάνε.



Όταν υπάρξουν όλες οι επιθυμίες σαν πραγματικές φωτιές

κι οι ποιητές μες την σιωπή ομολογήσουν

της μουσικής που τους κατασπαράζει τον καημό



τότε θα ζωγραφίσω εσένα όπως να είσαι θύελλα

και άστρο και ύμνος

και χέρι που με χάιδεψε

και δεν μπορώ να το ξεχάσω ακόμα…

ΘΥΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ΩΡΕΣ..







Τι καταλαβαίνω τώρα που είναι ένθεος ο λόγος και ετούτα

τα φωνήεντα τσιρίζουν μες τις λέξεις μου σαν από ευθυμία;



Γράφω σε ένα παρατεταμένο ψυχικό

έγχορδο..



Λες κι είμαι ο εντολοδόχος όσων δεν

θα μπορέσω να κατανοήσω κιόλας..



Θυσιάζοντας ώρες για την κατάκτηση του απώτερου χρόνου…



Όπως να βλέπεις μακριά ελπίδα να ‘ρχεται-



Να είναι μηδέν το ένα και ένα το μηδέν

και στην άθροιση τίποτα

που να μένει αιώνιο



Μόνο η ψυχή μην λαθεύει και στην ηθική της

πάντα να εργάζεται



Τόσων ιδεών διήνυσα το μάκρος- που

τέλος

απόμεινε

απτό μέσα στα χέρια

μόνο

ένα καταφρονεμένο πουλί –



να το ελευθερώσω μέσα στο ξημέρωμα..

Ουράνια Αφροδίτη

Όλα κοστίζουν θάνατο αλλά εσύ

κατασπαράσσεις τις νύχτες κι άλλοτε

ρίχνεσαι στο Ιόνιο σαν πάλι

αρχαία ποιήτρια που ψάχνει

από την άλλη την μεριά της μέρας τον αγαπημένο της.



Αναδύεσαι σαν από μυθικό ακρογιάλι πάλι σήμερα που είναι

ίδιο μέσα στην ιστορία του πόντου- Κυπρία

με την σάρκα λευκή, λευκότερη κι από το φως, σαν

να μην έχει αμαρτήσει ακόμα.



Θα σε παν’ στον ουρανό τα πουλιά, θα σε φέρουν

μες τον καθαρό υπερυψωμένο ορίζοντα

που οι θεοί του λόγου σου πάντα θα αγαπούν να άρχουν.



Κι όπως κατανοούν τον έρωτα μονάχα οι αγνοί που δεν έχουν

φορτίο μαύρο ψυχής, όπως

εσύ εμπνέεις πάθη και γαλάζια ρήματα

στο φως ανήκεις με την θηλυκιά σου κοίτη.



Η κοιλιά σου φωλιά γονιμοποιητικού φαλλού, ναός

ηδονικός που τρέμει-

ανάβει

του πόθου τα φανάρια, ξυπνά

της ηδονής τις άπεφθες

ομοιοκαταληξίες.



Κι εκεί

στο φως των λόγων που ακόμα αψηφούν

την δεδομένη ματαιότητα

του κόσμου-

γυρίζεις

μες τον νου μου το αίνιγμα:

να είναι κάποιος ή αλήθεια να μην είναι…

25 Αυγούστου 2010

Τι σχέση έχω εγώ μ' όλα τα τίποτα που οργανώνω;





Τι σχέση έχω εγώ μ' όλα τα τίποτα που οργανώνω;

Τόσο αγχώθηκαν οι μνήμες μου να επιβιώσουν

Που δεν βρίσκω πια τίποτα, όλα μπλοκάρουν

Και χρησιμοποιώ μια νιόκοπη γλώσσα

Να πω ένα παρόν που δεν ξέρω κι εγώ.

Ζαλισμένος, κουτός… φοβάμαι την επερχόμενη μπόρα.

Κι όμως με λάθη κι άθροιση λαθών επιβιώνουμε.

Αλλά των λεχθέντων μου η ιστορία

Μήπως δεν είναι πάντα ιστορία πόνου;

Κρατώ από γενιά των μονομάχων.

Ξέρεις: θυσιάζεις ζωή για την τέρψη των άλλων.

Εσύ δεν έχεις δικαιώματα, είναι η αοριστία

που σε σκλαβώνει

Και ούτε έχουνε υπόσταση οι πατρίδες.

Λυπήθηκα που το αίμα δεν είναι το πολυσύλλαβο

μυστικό που στα νιάτα μου ήξερα.

Τώρα νομίζω είναι λάθος μας αυτή η πλεύση

Που πάει το πλοίο της καρδιάς μας προς την ξέρα της καταστροφής.

Ελληνικά λογάκια που κάνουν τα λουλούδια να μεταγλωττίζονται






Η σκόνη των άστρων πασπαλίζει με υπόσχεση την ανεξιχνίαστη νύχτα.



Ακολουθώ των πεπραγμένων μου τον θόρυβο



Και καταλήγω σ' ένα υψίπεδο της λευτεριάς όπου ο αέρας

του λεξιλογίου πράα φυσάει.



Ελληνικά λογάκια που κάνουν τα λουλούδια να μεταγλωττίζονται

Βαφτίζουν ιωνικά την μετέπειτα τόση σιωπή.



Και κάπου κει αναφαίνει χρησμοδοτικός και ολέθριος

ο σκοτεινός Ηράκλειτος..



6.6.2010

Πάνδημος Αφροδίτη


 

Τα χείλη της εκπυρσοκροτούσαν…Ιέρεια του κορμιού..

Όσα βασίλεια είχε ήτανε της σάρκας- Κανένα απόλυτα υπαρκτό..

Δεν ξέρω αν ξαναδιαβάζοντας τα μάτια της θα έβγαζα

τα ίδια συμπεράσματα:

Να την γδύσω και μέσα της να μπω

μ’ έναν πολιορκητικό κριό που λες και φτύνει κάθε σθεναρή αντίσταση..



Όλα μες την πραγματικότητα..

Τουλάχιστον του δικού μου μυαλού..

(Αλλά μήπως και είναι άλλη;)



Με τα ωραία στήθη της, το δέρμα

από βελούδο που το αγγίζεις- τρελαίνεσαι..



Δεν την ξέρω- Κανείς δεν την ξέρει..

Όλοι πίνουν το σώμα της

σαν κρασί που μεθά.



Τις νύχτες

κάποιοι ευτυχούν στην αγκαλιά της. Και τότε

τι χρειάζονται οι θρησκείες;

Τουλάχιστον η μία ας υπάρχει: του κορμιού.



Γιατί δεν φέρνει αμαρτία η ηδονή.

Εκείνη ξέρει..

Έχει φιλοσοφήσει πιο κοντά στην θάλασσα

-ίσως και μέσα της-

κι από το βάθος του οργασμού που εντείνονται οι αισθήσεις

σαν για ν’ανάψουν και να υψωθεί αλλιώς το αίμα

υπερνικώντας στο φεγγάρι όλα τα ρήματα

που στέκονται με θέση αγρύπνιας μέσα στο μυαλό της νύχτας..

ΣΚΗΝΙΚΟ..






Βαριά και σίγουρη νύχτα

Απλωμένη πάνω απ’ την παλιά στέγη της γης

Πελώριο ξύλο

Του ουρανού

Που τρώει μεταξένια δικαίωση

Τώρα που τα πουλιά του κοιμούνται

Και αγρυπνά καπνίζοντας ένας αρχαίος θεός.



Κι ο κλήρος να δικαιωθούν τα πλάσματα που φτάνουν

Στην χάρη του θεού

Σωστός κι αυτός.



Περνούν μπροστά μου κι ομοθυμαδόν

Ξιφίζουν τ’ άσπρα σύννεφα

Σμήνη πουλιών τώρα που η μέρα ξεκινά

Κι όλα τ’ αναταράζει.



Ένας ασίκης άνεμος διδάσκει

Ασκήσεις ύφους στα καμπαναριά των μακρυσμένων

Εκκλησιών

Και στρίβει στην γωνιά του ουρανού την πέρα…



1.1.2009

ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟ ΑΝΤΙΚΡΙΣΜΑ..





Η εποχή που ταξιδεύει μ’ ένα κλικ παντού-

Χύνει το αίμα των παιδιών στα πεζοδρόμια-

Αφήνει έκθετο τον ποιητή της

Να σπρώχνει το λιθάρι του προς έναν δύσκολο ουρανό.



Κοίτα που όταν κατορθώσεις γίνεται

Να μιλάς πιο απλά κι από ήχο

Υδάτων που μέσα στην γη πάνε βαθιά

Όπως τα λόγια τα σωστά στον νου του ανθρώπου.



Ηλεκτρονικά συναπαντήματα, ιδέες

Συμπόνιας, χίμαιρες-

Αναστατώνουν για να εκφραστούν τα πληκτρολόγια,

Αλλά το μέσα μας θηρίο παραμένει

Και φαίνεται ότι νικά..



Τώρα βρες το σωστό μέτρο, την στιγμή

Που η ανάσα γίνεται γρήγορη, τον ρυθμό

Που θα χτυπήσει μες τις φλέβες το αίμα

Κι όχι να λείπεις απ’ τα γεγονότα μέσα στον καιρό. Τιμητή



Και οπαδέ κάθε επανάστασης,

Των πουλιών φίλε,

Νοσταλγέ της γόνιμης μοναξιάς-



Άθροισε τις αξίες σου- μια νότα μένει

Από συνείδηση που πολεμά να μείνει ηθική..

7.1.2009



Δεν θα έχω τίποτα πια, είπα.





Δεν θα έχω τίποτα πια, είπα.

Ένα κοτσάνι έγερνε το ανθισμένο κεφαλάκι του κάτι να μ' ορμηνεύσει.

Δεν καταλάβαινα.

Είχα συρθεί μες το συμπερασματικό δευτερόλεπτο και δεν

Μου ήταν εύκολο να νιώσω τον κόπο που έκανε

Να με έχει διαρκώς του χεριού του ο επαναστάτης Αύγουστος!

Μ' εμένα παίζω- όπως άλλος κανείς






Αυτοί οι αέρηδες που βιαιοπραγούν γύρω μου αυτοί οι τσαρλατάνοι

και μετά εγώ που θα επιμένω αιώνια να μου χαριστεί

μια μουσική όπως να βλέπεις ρόδα

ν' ανθίζουν και να είναι μια επιγραμματική όμορφη νύχτα

που ο παράδεισος είναι καθ' όλα ορατός.



Μπερδεύομαι με τα αισθήματα των άλλων· κάτι

φορές είμαι καχύποπτος δειλός

να αποδώσω την σωστή λέξη που πρέπει

και στον φόβο μου ακόμα.



Μα παίζω



μ' εμένα παίζω-
όπως άλλος κανείς-
και δεν ξέρω
αν θα καταλήξει σε έγκλημα
αυτό το μίσος που 'χω για τ' εμένα- μιας
και ποτέ δεν μπόρεσα να προφυλάξω
ούτε τις ιδέες μου, ούτε
τα όνειρα από
τον άξεστο φθαρμένο μου εαυτό…

ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ..









Μέσα στον χρόνο φέρεσαι λες και θα είσαι αιώνιος-

σε περιμένει βαρυσήμαντη σιωπή-

Αλήθεια



πώς θα σου φερθούν οι μέρες τώρα

που πέρασαν τα ωραία καλοκαίρια και

θα σκληρύνει φαίνεται ο καιρός;



Αν έχεις σκέψεις μες το αύριο καλύτερα

να δώσεις στην ζωή σου αβάντα-



θα χαρούν οι άλλοι να μην είσαι-



Αλλά εσύ ξέρεις των ανέμων ξίφος και

να κοιτάς μέσα στον ανθεστήριο μήνα



Νεφεληγερέτης

και των άπλαστων λέξεων ο πραματευτής-

Γενναίε μου..

Ως εμεγαλύνθη τα ρόδα


Ως εμεγαλύνθη τα ρόδα και μες την εσπέρα


Το νερό ωραία που έτρεξε

Μέσα μου την πατρίδα για να συλλαβίσει..



Ο μύθος γράφτηκε του σκοταδιού.

Τα πεύκα το ρετσίνι τους εκμυστηρεύτηκαν

Στον πλησιέστερο λόφο.



Πήρα το φιλί σου όταν τα μαχαίρια των λέξεων έσκιζαν τις γαστέρες τόσων νοημάτων



Κι η γλώσσα γίνονταν αμφιβολία της σποράς.



Τι θα πούμε αύριο που θα αξίζει

Μέσα του τόσο ταριχευμένο σήμερα;



Α, τυμβωρύχος είμαι που σύλησα

τον τάφο του ίδιου μου εαυτού..



3.6.2010

Να ξυπνώ και να ρέει ο χρόνος γαλάζιος








Να ξυπνώ και να ρέει ο χρόνος γαλάζιος

Αλλά χωρίς εσένα τίποτα πια να μην γίνεται

Εσύ να ακούς τον μακρινό ψίθυρο του σύμπαντος

Και να θέλεις όλα να γίνουν δικά σου!



Άπληστη μέλισσα που πήρες των λουλουδιών την έξαψη

Και την καρπώθηκες μέσα στον ήλιο..



Στα κιτάπια της μέρας η σύνεση να σου μιλώ ξεγράφεται

Και αφαιρείται απ' την ώρα η προσευχή

Που άρθρωσαν τα αποδημητικά πουλιά του πόθου.



Βαφτίζει το φως τα μάτια μου έκπληκτα κι ο κόσμος

Είναι τόσο μα τόσο απλός!

ΑΦΙΣΕΣ..






Οι γιγαντοαφίσες ορίζουν έναν κόσμο δικό τους-

Άλλες που κλείνοντας το μάτι κι άλλες

Που διαλαλούν μία πραμάτεια ζηλευτή.



Σου μιλούν φιλικά - είναι οικείο

Το πρόσωπό τους:

Πολύχρωμο και πιο ωραία τονισμένο

Ανάμεσα στο βιαστικό προσπέρασμα του αυτοκινήτου και τον λίγο ήλιο

Που βγήκε σήμερα λίγα λογάκια να σου πει..



Καθεμιά ιδεόγραμμα

Δύσκολο και παράξενα σπουδαίο..



Τις αγγίζεις

Με το βλέμμα που περνά

Σαν πουλί διαβατάρικο

Και ολοένα φεύγει

Για μια αποδημητική μέσα στον ουρανό ιχνηλασία..

24 Αυγούστου 2010

ΠΟΙΗΣΗ ΜΕΣ ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ..







Σκαρί που παλεύει στον άνεμο

Ποίηση μες την νύχτα

Υπερωκεάνια βάρκα μου

Λιλιπούτεια λέξη-



Άσε με να πλέω μοναχός

Στο πέλαγο με τα φτερά του ήλιου-



Δώσε μου

Την σύνεση να είμαι ταπεινός

Και αρκετός μέσα στην προσευχή της μέρας-



Ποιητής του κρυφού ουρανού..

ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΚΑΙ ΛΥΠΗΜΕΝΟΣ ΛΕΕΙ:






Κουβαλώ το ένστιχτό μου, έχει εφαρμόσει πάνω μου

σαν λεοντή, μόνο

που δεν με κάνει αθάνατο (αλλά και ποιός αλήθεια είναι;)

Τις άλλες μέρες και τις άλλες νύχτες

δεν είμαι εγώ, είναι ένας άλλος

που ανεβοκατεβαίνει τον ορίζοντα

φορτωμένος σακιά με ανέμους.

Όταν κουράζεται γυρίζει στην πραγματικότητα

παίρνει από αρχής την Πανεπιστημίου

τραβά κατά τις άνω συνοικίες

εκείνες που του δείχνουν ότι έχουν όρεξη να ζουν.

Κι έπειτα μηχανεύεται παιχνίδια του μυαλού, κοιτάζει

αν φαίνονται τα άστρα

και ξέρει ότι απ' τα ζώδια δεν θα τα καταφέρει να διαλέξει
μιαν αγάπη

στον χρόνο να 'ναι ανθεκτική.

Ένα σπίτι ξύλινο ανάμεσα στα δέντρα


ΖΩ..




Σε μια μικρή πατρίδα όλο φώτα σήμερα σβηστά

ζω.



Ένα σπίτι ξύλινο ανάμεσα στα δέντρα

του βουνού·



Ένα ναυάγιο της στεριάς που στέκεται εκεί που είναι

μπουκωμένοι με υπεροψία οι άνεμοι.



Με άνεμο φίλο δεν μπορείς

να ημερώσεις την θάλασσα- ξέρω..



Που μετά θα κρύβεται άστρο

την νύχτα θέλω που έρχεται.



Οι καημοί της

λαμπαδιάζουν τους πόθους μου-



Καθώς σε κρατώ κάτω απ’ τα φτενά σεντόνια, γυμνή

κόρη του άνεμου..

ΦΥΣΑΣ ΡΗΜΑΤΑ ΘΑΛΑΣΣΑΣ..








Αριθμοσοφία που την ψάχνεις και είναι και με άλλον τρόπο φωτιά

Αρχέγονη,

Που έρχεται από τα βάθη των αιώνων



Χτυπώντας το 10 πάνω στο 7

Σαν αιχμή τετρακτίδας.



Και μετά εσύ
ο αιρετικός των πάντων

Ο ακόμη ελπίζοντας σε μια μαντατοφόρα άνοιξη

Ο αρχαιόφιλος
ο βαθιά υποταγμένος



Φυσάς ρήματα θάλασσας πάνω στα πρωινά

Και φεύγεις μες την ώχρα των αιώνων..



Το πρόθυμο πόδι σου έχει στρατηλάτη ορμή

Κρατάς καλά σου την απόφαση



Κι όπως σιτίζεσαι με χίμαιρα και θλίψη

Σε έχουν φίλο όλων των λέξεων οι περόνες…

ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ..

Χάνεσαι όπως φως μες τον αέρα ψυχή μου,

Περιδιαβαίνεις άλλα βουνά-



Από τις συζητήσεις

Γεννήθηκαν τα ποιήματα-



Τα έφερε ένας άνεμος απρόσμενης επικοινωνίας,

Τους έδωσε λόγια, πνοή, φως-



Κι από το φως γεννήθηκαν μέσα στην μοναξιά της νύχτας

Τόσα αστέρια…

ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ..








Ομοιοκατάληκτα δέντρα

Φυλλοροούν μες το αγιάζι της μέρας - γίνονται

Των πουλιών εκκλησίες.



Στα κλωνιά τους

Καρφιτσώνει ο ήλιος ευχές

Για μια δίκαιη ζωή

Κι έναν καλύτερο θάνατο.



Αλλά εμείς

Πάμε συνεπαρμένοι από όνειρα

Μες το παντού του ύπνου..



Και είμαστε οι άγιοι των άλλων ημερών

Και της καρδιάς οι παράξενοι δέσποτες..

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου