Κράτησε τα λουστρίνια της επαρχίας και παρότι των νεφών της πρωτεύουσας την προκαλούσε ο πυρετός
έμεινε εκεί,
στην διαδρομή μιας αλήθειας
που την διασπαθίζουν πολλοί – άλλοι
ριγμένοι στον γκρεμό μιας ανάγκης και άλλοι
σκυμμένοι στο λούστρο
μιας χλιδής
που ξεθωριάζει... Είχε
έμεινε εκεί,
στην διαδρομή μιας αλήθειας
που την διασπαθίζουν πολλοί – άλλοι
ριγμένοι στον γκρεμό μιας ανάγκης και άλλοι
σκυμμένοι στο λούστρο
μιας χλιδής
που ξεθωριάζει... Είχε
κλέψει φωτιά από τις εκατό κολάσεις· την έθελγε
η περιπέτεια του μυαλού, ζούσε
γι’ αυτό το ζόρι που αυτοαναφλέγεσαι αναζητώντας
ιδανικά και οράματα. Πεπειραμένη
η περιπέτεια του μυαλού, ζούσε
γι’ αυτό το ζόρι που αυτοαναφλέγεσαι αναζητώντας
ιδανικά και οράματα. Πεπειραμένη
βασάνων. Φλογοβόλα
ατέλειωτα. Κινούσε
όλα τα νήματα μιας ηθικής που (για καλό μας!)
ακόμη ακμάζει.
Υπάρχει ο Άνθρωπος!
Παραγράφοντας τον μοχθηρό εαυτό του,- υπάρχει ο Άνθρωπος.
Στο σημείο που γίνεται ο μύθος πιο πιστευτός από την ιστορία και ο δανεικός μας πλούτος έρχεται
φεύγει –τίποτα δεν μένει μες τα χοϊκά μας χέρια που
θα μείνουν άδεια.
ατέλειωτα. Κινούσε
όλα τα νήματα μιας ηθικής που (για καλό μας!)
ακόμη ακμάζει.
Υπάρχει ο Άνθρωπος!
Παραγράφοντας τον μοχθηρό εαυτό του,- υπάρχει ο Άνθρωπος.
Στο σημείο που γίνεται ο μύθος πιο πιστευτός από την ιστορία και ο δανεικός μας πλούτος έρχεται
φεύγει –τίποτα δεν μένει μες τα χοϊκά μας χέρια που
θα μείνουν άδεια.
Ελευθερίες λαχτάρησε-
σαν οι μανόλιες που μπροστά της άναψαν
για να μυηθεί στο ιερό μυστικό του αρώματος- ω ψυχή
που βυθίζεσαι στο νέφος της ενόρασης, που
σκιρτάς πάνω απ’ την πραγματικότητα, υποσκελίζοντας
του βιοπορισμού το αγκάθι. Και είδε
σαν οι μανόλιες που μπροστά της άναψαν
για να μυηθεί στο ιερό μυστικό του αρώματος- ω ψυχή
που βυθίζεσαι στο νέφος της ενόρασης, που
σκιρτάς πάνω απ’ την πραγματικότητα, υποσκελίζοντας
του βιοπορισμού το αγκάθι. Και είδε
από την κορυφή ψηλά κατά την απλωμένη πεδιάδα
τον κισσό που στεφάνωνε τα σπίτια, το φως
των δρόμων, και στο σύθαμπο να γαλανίζουν
πίσω απ’ τις τζαμαρίες οι λάμπες των καταστημάτων
διάβασε την εσπέρα
αφήνοντας το χνάρι του δυόσμου να ευφράνει την καρδιά της. Ανέβηκε
πίσω απ’ τον λόφο, εκεί
που περπατούν οι ερημίτες
εγγεγραμμένοι ωραία
μες τον πλατύ ουρανό – ανέβηκε
τον κισσό που στεφάνωνε τα σπίτια, το φως
των δρόμων, και στο σύθαμπο να γαλανίζουν
πίσω απ’ τις τζαμαρίες οι λάμπες των καταστημάτων
διάβασε την εσπέρα
αφήνοντας το χνάρι του δυόσμου να ευφράνει την καρδιά της. Ανέβηκε
πίσω απ’ τον λόφο, εκεί
που περπατούν οι ερημίτες
εγγεγραμμένοι ωραία
μες τον πλατύ ουρανό – ανέβηκε
στο ύψος μιας έσω Ανάγνωσης, μαθαίνοντας
την Ποίηση στην λυρική της ευχέρεια, ζώντας
τους καθαρμούς στο σώμα της - κι αν το σώμα το λάτρεψε - εξηγώντας
σ’ αυτούς που θέλουν να ακούν θροίσματα του αέρα που δυνητικά παρασύρει
την κάθε λέξη ως την κορύφωση μιας εγνωσμένης
εσωστρέφειας..
την Ποίηση στην λυρική της ευχέρεια, ζώντας
τους καθαρμούς στο σώμα της - κι αν το σώμα το λάτρεψε - εξηγώντας
σ’ αυτούς που θέλουν να ακούν θροίσματα του αέρα που δυνητικά παρασύρει
την κάθε λέξη ως την κορύφωση μιας εγνωσμένης
εσωστρέφειας..
2 σχόλια:
Από εχθές ξαναγύρισα..
άρχισα να χτυπώ τις πόρτες των φίλων που έχω τόσα χρόνια να επισκευθώ και ναι, η δική σου είναι απ τις λίγες που οι γλάστρες στο παραθύρι είναι ποτισμένες!
καλώς σε βρήκα φίλε μου
λείπω καιρό και διαπιστώνω πως είναι ελάχιστοι απο τα παλιά που γράφουν ακόμα
Χαίρομαι πάρα πολύ για την επιστροφή! Έχω πασκίσει να τον κρατώ ζωντανό αυτόν τον κήπο. Μπες μέσα, μύρισε τα τριαντάφυλλα, πιες νερό, ξεδίψασε. Θα χαρώ. Να τα λέμε συχνότερα..
Δημοσίευση σχολίου