Όταν νυχτώνει
πάνω στον
μαυροπίνακα του ουρανού
με την κιμωλία των
άστρων γράφει
η Κρουσταλλένια τ’
όνομά της.
Τα χείλη της
αναμμένα καιν ολοκόκκινα
τρεμίζουν σαν
πυγολαμπίδες τ’ ουρανού.
Οι κούκλες
φεγγαροαχτίδες
γίνονται φίλες της.
Την αγαπά ο αέρας.
Η ποίηση γίνεται
αυθαίρετη χαρά
που στεφανώνει την
κάθε στιγμή.
Τότε εκείνη αφήνει
τα μαλλιά της
να απλωθούν ως την
μυθολογία του έρωτα.
Ένα πουλί σκιρτά
μες την φωλιά του ευτυχισμένο
που ένιωσε την
απροσπέλαστη ώρα του χαμού να προσπερνά
τις ώρες πριν να
φέξει..

γλύκανε την ψυχή μου, η Κρουσταλλένια σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήέτσι απρόσμενα έχυσες μέλι μέσα της, σ' ευχαριστώ!
Να είσαι καλά Βίκυ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι που το έκανα..
να είσαι καλά!