Τίποτα προσευχές θα είναι που αστόχησαν
τίποτα άστρα που ξεφύγαν απ' το πεπρωμένο τους.
Και το πρωί, όπως έρχεται, μυρίζει ο τόπος λιβάνι.
Κάτι πλανόδιοι καπνίζουν μουρμουρίζοντας κι επιδεικνύουν
Πραμάτεια άχρηστη αφού μόνο ο αέρας πια με συγκινεί.
Περπατάω αμέριμνα κι όμως σπουδαίος.
Τα μαλλιά μου ανεμίζουν αδιάφορα.
Οι σκέψεις μου εξαϋλώνονται.
Το τακούνι μου θορυβεί πάνω στα φθαρμένα πλακάκια.
Προσγειώνω τα πάντα μες σ' αυτό το παρόν.
Όλη την νύχτα άκουγα την μουσική των ονείρων.
Η πόλη κοιμόταν, ένας άστεγος έπαιζε το θλιμμένο του ακορντεόν.
Ένα σκυλί που δήλωνε αλήτης γαύγιζε.
Η μέρα με βρήκε σε τούτο το χαμηλό τοπίο, λίγο
Πιο κάτω απ' τ' αρχαία που επιμένουνε
Να λένε μια δόξα δικιά τους.
Περιεργάζομαι τις νυσταγμένες βιτρίνες, τα ρολά
Που απειλούν για μια χαζή κουρασμένη ασφάλεια.
Πιο κάτω ένα μαγαζί με χάντρες
Πολύχρωμες, κοίλες, κυρτές, κεχριμπαρένιες
Αδειάζει την υπεροψία του μπροστά στα μάτια μου-
Την ώρα που τα μάτια μου αλλού
κι επίμονα μες την πρωτεύουσα που αναστατώνεται κοιτάζουν..
Αυτή απλή σκηνή που όμως εικονίζεται πανέμορφα με τόση ζωντάνια που κάθε λέξη κάθε στίχος ή ακούγεται ή μυρίζει ή ζωντανεύει και αγγίζεται.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το:"Ένα σκυλί που δήλωνε αλήτης γάβγιζε.", με γοήτευσε. Τόσο απλός στίχος αλλά πόσο αληθινός.
Καλό βράδυ
Μετά από την κουβέντα μας θα γεννήθηκε ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΕ..
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο Μοναστηράκι..
Καλό βράδυ φίλε!