Ποσειδώνας.
Χαμένο μέσα στην ομίχλη
ασθμαίνοντας απ’ την υγρή ανάσα των ωκεανών
ήταν το σώμα του θεού της θάλασσας.
Με την τρίαινα άτεγκτο δόρυ -μυώνες
τιτάνιοι
για να κινήσουν κύματα
που παίδεψαν τον Οδυσσέα χρόνια ολόκληρα
μακριά ‘πο την πατρίδα..
Βυθίζεται και αναφαίνει πάλι-
βλέπω τους γιγάντιους ώμους, την γενειάδα
με τις δροσοσταγόνες της αλμύρας, τα μάτια
σπιθίζουν-
Ξέρεις ότι μπορεί να γαληνέψει το θηρίο του, μπορεί
να το εξαγριώσει-
η αρχέγονη μάνα όλων του υπακούει-
τόσα εγκλωβισμένα μυστικά του ανήκουν-
το βασίλειο μιας άλλης ζωής που είναι
η πλατιά γαλανότητα του απέραντου..
Την έχω απλωμένη μπροστά μου-
πλατσουρίζοντας με τα πόδια
καθισμένος πάνω στον βράχο-
κι ο γέρος θεός με δέχεται-
όχι τόσο κακός τελικά..
Και προσμένω την γοργόνα να μου πει για τον βασιλιά Αλέξανδρο
ή
για την συγχώρεση του Οδυσσέα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου