Πέφτει το βράδυ και ψηλώνουνε οι φωνές των αλλοδαπών
που μιλούν μια Βαβέλ με ευφράδεια-
Στην Αχαρνών, πιο χαμηλά από κει που η πρωτεύουσα υπάρχει,
σαν μύθος με την περασμένη αίγλη της, σαν μια ιστορία
που ξεγράφτηκε γιατί την έκανε κτήμα του ο άσπονδος χρόνος-
Κάτι σκουρόχρωμοι τσακώνονται γιατί δεν τους περίσσεψε
ποτέ η χαρά-
Τηλεφωνούν στον θεό (αν υπάρχει)..
καμία απάντηση- κανείς..
Το μεσημέρι ο ήλιος τρυπούσε το κρανίο του τόπου-
Κάτι μανάδες με παιδιά που τσιρίζουν κάνουν την σιωπή να φαντάζει
πολύτιμο δώρο-
Τα μαγαζιά φωταγωγούνται, οι βιτρίνες τους
διαλαλούν μία πραμάτεια θαυμαστή – μια τιποτένια έξαρση-
Η ματαιοδοξία πάντα δικαιώνεται
γιατί ο άνθρωπος επίμονα ξέρει να σφάλλει-
Στο καφενείο παίζουν κρυφά τα χρήματα που θέλησε η τύχη να χαθούνε-
Πίνουν ποτά, καπνίζουνε και βρίζουν
σε άλλη γλώσσα, ακατάληπτα-
Όπως πέφτει μετά βαριά κι ασήκωτη η νύχτα
και καταπίνει όλο το φαρμάκι που θα έφτανε για να ξεκάνει
αυτόν τον ζαλισμένο απ' το άγχος πληθυσμό..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου