ΟΝΟΜΑ Β.
Εξάπτεται ποιητικά και βλέπω
την επιδερμίδα της να αναψοκοκκινίζει
στο χρώμα ίσως μιας ντροπής.
Κρατάει στα χέρια της εκείνη την παλιά δωρισμένη βεντάλια
από ‘να αγόρι συνομήλικο.
Κυρτωμένη μες την μοναξιά·
κουκουβισμένη μες την πείνα που τα μάτια της λένε.
Γιατί η πίκρα έχει
καμένο της το σωθικό.
Την άκουσα να μιλά πεισματικά θέλοντας να κρατήσει
μια ιδέα εαυτού καταξιωμένου
μες την συνείδηση των άλλων.
Βαρέθηκα γρήγορα τα φιλολογικά της είδωλα,
απόρροια της μυστήριας ηθικής της,
αλλά αγάπησα το δυνατό στοιχείο της ομιλίας της
που με κομμάτιαζε..
Ανάμεσα σ’ αυτό που ήμουν και
σ’ αυτό που ήθελα να γίνω!
Αυλίδα 14.3.1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου