33.
Αδειάζουν οι ουρανοί τα άστρα τους μέσα στην ανάσκελη νύχτα-
Ορατό γίνεται το αφανές.
Εγώ κατέχω το λίγο-
σπουργιτιού τιτίβισμα που ανοίγει
πόρτες του ουρανού.
Και ξέρω πια να μην μιλώ μα να ανακαλύπτω
μες την σιωπή μου λάφυρα-
κοιτώντας έσω…
Ορθώνεται μονοσήμαντη η ελπίδα. Ποιός την χρειάζεται;
Και ποιός την τολμά;
Με τις λέξεις πού φτάνεις; Λίγο το νόημα και μέγας ο κόπος.
Αρπάζεις το ασήμαντο. Από την συγκυρία
σου διαφεύγει το αληθινά σημαντικό:
θα σφάλλεις…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου