64.
Ένα ελάχιστο αεράκι κι απ’ την χώρα των φυτών
Ένα συνεφαπτόμενο φως, αρχίζοντας
Που μιλά να σωπαίνει..
Μέλισσες, σφήκες
Μυγάκια,
Πουλιά μικρά τι-
Τιβίζοντας- λουλούδια
Ωδικά, αποσαφηνίζοντας
Το κραυγαλέο μεσημέρι.
Και η μέρα που άνοιξε σαν κόρη τα ματάκια της, εκεί
Ψηλά στα ουράνια μπαλκόνια
Να φανούν που χρυ-
Σοθήκανε οι πλεξούδες της-
Η όψη
Της αιώνιας ομορφιάς!
Κι εγώ
από ένστικτο πουλιών μιλώντας γαλάζια
Διαιρέτης του θόλου, οπαδός
Της περισπούδαστης μοναξιάς- λέξεις
Φτιάχνω
να την ψυχή μου συνέχεια δυσκολεύουνε..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου