Τόσα χρόνια πίκρας κι ανάθεμα
μόνο μου έμεινε η σκουριά
μέσα στα χέρια
και μια γεύση πόνου.
Μοιράστηκαν οι κλήροι και μου έλαχε ο σκληρότερος
Τόσα είδα φεγγάρια να μου απιστούνε και μετά
να τα κυριεύει όλα η νύχτα
Στα τηλέφωνα δεν απαντούσα εγώ
Ήμουν απών απ’ της πραγματικότητας την βροχή
Άνυδρος- σχεδόν ψυχή και διόλου σάρκα- μην νομίζεις
Ανυπόδητος τρέχεις καλύτερα
Αν είναι για του ονείρου τα στάδια
Κι όπως δεν θέλησα εμπόδια ύλης
κρατήθηκα από το καγκελάκι αμυδρής ελπίδας κι έφυγα
προς τον διονυσιακό αέρα..

ΕΞΟΧΟ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ Βάιε!
ΑπάντησηΔιαγραφή